Η Ελλάδα του 1809 δεν ήταν ακόμα “Ελλάδα”, υπήρχε μόνο στο μυαλό ορισμένων ρομαντικών περιηγητών, οι οποίοι ξεκινούσαν να βρουν αυτό που είχε σβήσει δυο χιλιάδες χρόνια πριν.
Ο νεαρός Μπάιρον, ταξιδεύοντας στη Μάλτα μαζί με τον φίλο του, Χομπχαουζ, γνώρισε έναν Αγγλόφιλο Ζακυνθινό, τον Σπυρίδωνα Φορέστη, που τους πρότεινε να πάνε στην Ελλάδα.
Οι δυο νέοι αποφάσισαν να επισκεφθούν τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Από τη στιγμή που αποβιβάστηκαν την Πρέβεζα χρειάστηκαν δέκα ημέρες για να φτάσουν στην πόλη. Η πρώτη εντύπωση από την άφιξή τους στην πρωτεύουσα του Αλή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απογοητευτική, αν όχι αποτρόπαια.
Κρεμασμένο από το κλαδί ενός δέντρου, είδαν ένα μπράτσο αποκομμένο από τον ώμο (ανήκε σε έναν ιερέα που είχε εκτελεστεί για ανταρσία, πέντε ημέρες πριν). Ο Ευθύμιος Βλαχάβας είχε διαμελιστεί ζωντανός, με διαταγή του Αλή, ενώ τα μέλη του είχαν διασκορπιστεί στη πόλη, προς παραδειγματισμό όλων.
Οι δυο επισκέπτες ανακουφίστηκαν όταν έμαθαν πως ο Πασάς απουσίαζε, έχοντας όμως δώσει εντολές να τους παρασχεθεί ό, τι χρειάζονταν. Δεν εφείσθη εξόδων για την φιλοξενία.
Τότε ήταν που ο Μπάιρον και ο Χομπχάουζ “δοκίμασαν” Αλβανικές φορεσιές τόσο λαμπρές όσο και το φτέρωμα του φασιανού. Όταν επέστρεψαν στην Αγγλία, ο ζωγράφος Τόμας Φίλιπς ζωγράφισε τον Μπάιρον με μια τέτοια. Αυτό είναι το πορτρέτο που βρίσκεται στην κατοικία του Βρετανού Πρέσβη στην Αθήνα.
ΠΗΓΗ:
*Παύλος Κουτούζης, “Τα Μικρά της Επανάστασης, Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, 2021