*Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς υπήρξε
μια από τις μεγαλειώδεις επιτυχίες του αγωνιστή
Γράφει ο Θεόδωρος Λάμπρος
*ΒΑ Modern History (London Guildhall University)
*MA Mediterranean Studies (University Of London)
(Ιστορικός – Συγγραφέας – Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδας – Αρχισυντάκτης στο ενημερωτικό πόρταλ skalistiri.news – Διαχειριστής του ιστορικού πόρταλ “Το skalistiri.news σκαλίζει το 1821” – Αναβιωτής του 1821 – Σεναριογράφος της μικρού μήκους δραματοποιημένης ταινίας – ντοκιμαντέρ «Γεωργάκης Ολύμπιος – Ο Δαυλός της Ελευθερίας»)
Η Ελληνική Επανάσταση βρίθει από αγνούς αγωνιστές που έδωσαν την ζωή τους για να μπορούμε όλοι εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε τα αγαθά της ελευθερίας. Δυστυχώς όμως αρκετοί από αυτούς δεν είχαν το τέλος που τους άξιζε. Είτε φυλακίστηκαν, είτε δολοφονήθηκαν, είτε πέθαναν στην ψάθα αγνοημένοι και ξεχασμένοι απ΄ όλους.
Ένας από αυτούς τους αγνούς αγωνιστές που διακρίθηκε για την ανδρεία και την αγωνιστικότητά του αλλά είχε δυστυχώς τραγικό τέλος ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος υπήρξε από τους πρωταγωνιστές του αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων, πρωτοστάτησε σε μερικές από τις πιο γνωστές μάχες της Επανάστασης και κατέληξε να πέσει νεκρός από το χέρι ενός Έλληνα, ο οποίος μάλιστα υπήρξε πρωτοπαλίκαρό του.
Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1788 με το επώνυμο Βερούσης ή κατ’ άλλους Μουτσανάς). Ήταν μοναχογιός του ξακουστού Αρβανίτη αρματολού της Ρούμελης Καπετάν Ανδρούτσου και της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης προεστού της Πρέβεζας.
Η μητέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου είχε καταφύγει στο νησί του Ιονίου Πελάγους όταν ήταν έγκυος, προκειμένου να γλιτώσει από την καταδίωξη που είχαν εξαπολύσει εναντίον της οι Τούρκοι επειδή ο σύζυγός της πολεμούσε στο Αιγαίο στο πλευρό του Λάμπρου Κατσώνη.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βαπτίστηκε από τη γυναίκα του Κατσώνη, Μαρουδιά, που για τον ίδιο λόγο είχε ζητήσει κι αυτή άσυλο στο νησί. Του έδωσαν το όνομα Οδυσσέας προς τιμήν του ομηρικού βασιλιά της Ιθάκης. Ο ίδιος πάντως έλεγε πως ένιωθε ως πραγματική πατρίδα του εκείνη του πατέρα του, τις Λιβανάτες Λοκρίδος.
Στην αυλή του Αλή Πασά
Όταν ο Αλή Πασάς έμαθε πως ο φίλος του καπετάν Ανδρούτσος -τον οποίο αποκεφάλισαν το 1797 οι Τούρκοι- άφησε γιο, τον πήρε κοντά του στην αυλή του στα Γιάννενα, που αποτελούσε τότε σπουδαίο στρατιωτικό σχολείο, στο οποίο μαθήτευσαν αρκετοί Έλληνες αγωνιστές του ’21.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο μικρός Οδυσσέας. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και να μιλάει ιταλικά και αρβανίτικα. Η σωματική του δύναμη ήταν παροιμιώδης και διηγούνται αναρίθμητα κατορθώματά του.
Το 1816 ο Αλή Πασάς τον έστειλε αρματολό στη Λειβαδιά, αφού τον πάντρεψε πρώτα με την Ελένη Καρέλη. Εκεί έμεινε ως τις παραμονές του 1821. Τον Οκτώβριο του 1820, μετά από διαμάχη με τους τοπικούς άρχοντες, έφυγε και τη θέση του πήρε ο Αθανάσιος Διάκος. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα.
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση βρέθηκε αμέσως στις πρώτες γραμμές του Αγώνα και ανέλαβε να ξεσηκώσει τους Έλληνες της Ανατολικής Ρούμελης. Στις 8 Μαΐου του 1821 κλείνεται με άλλους 117 πολεμιστές στο Χάνι της Γραβιάς.
(Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ιππεύων, σχέδιο του Άνταμ Φρίεντελ του 1830 περίπου).
Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς
Μετά την ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821), άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για τους Τούρκους πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο. Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου είχε αφήσει χωρίς ικανό αρχηγό τους εξεγερμένους ραγιάδες. Ο φόβος κυρίευσε τα ήδη επαναστατημένα κέντρα (Λιβαδιά, Σάλωνα και Αττική), όπου είχε χυθεί αίμα ντόπιων Τούρκων. Όλοι ανέμεναν να ξεσπάσει η χωρίς οίκτο οργή των δύο πασάδων. Η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά ένα μήνα μετά την εκδήλωσή της και σώθηκε χάρη στις στρατιωτικές ικανότητες του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τους κακούς υπολογισμούς του Ομέρ Βρυώνη.
Ο ελληνικής καταγωγής αλβανός πασάς, αντί να προελάσει προς τις καταπτοημένες περιοχές της Ανατολικής Στερεάς και να διεκπεραιωθεί το ταχύτερο δυνατό στην Πελοπόννησο, έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις δυνάμεις του, προτού περάσει τον Ισθμό. Θεώρησε ότι με το να προσεταιριστεί του Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους γνώριζε από την Αυλή του Αλή Πασά, θα προκαλούσε την παράλυση των Πελοποννησίων ανταρτών. Με αυτή τη λογική είχε προτείνει και στον Αθανάσιο Διάκο να ενταχθεί στις δυνάμεις του, αλλά αυτός είχε αρνηθεί. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού. Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του.
Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ανατολική Στερεά ο τρομερός και φοβερός Οδυσσέας Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια του σουλτάνου, ως άνθρωπος του Αλή Πασά. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης βρήκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον προσεταιρισθεί, επειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ικανότητες. Του έγραψε μια επιστολή ως παλιός φίλος και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των ελλήνων ανταρτών, με πλήθος υποσχέσεων και δόλωμα την οπλαρχηγία ολοκλήρου της Ανατολικής Στερεάς. Του πρότεινε, μάλιστα, να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου.
Η διαφωνία στο πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς
Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ομέρ Βρυώνης θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο, όχι δια του Ισθμού, αλλά δια του Γαλαξειδίου. Διαφώνησαν, όμως, ως προς το σχέδιο αντιμετώπισής του. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο. Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του.
Σε μια δεύτερη σύσκεψη των Ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1200 άνδρες, λύθηκε η διαφωνία τους. Αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα.
Η ιστορική μάχη
Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Κατάλαβε ότι ο παλιός του φίλος δεν πήγε εκεί με φιλικούς σκοπούς, αλλά για να τον πολεμήσει. Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά των ανδρών του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, τους οποίους διασκόρπισε στα γύρω βουνά, όπως και στη Μάχη της Αλαμάνας. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο.
Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο. Ο δερβίσης προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Ο Ομέρ Βρυώνης εξεμάνη με την ανικανότητα των αξιωματικών του και διέταξε και νέα επίθεση κατά το μεσημέρι. Και αυτή απέτυχε.
Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιώντας ότι είχε διαπράξει ένα ακόμη λάθος. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και υποτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων είχε εκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό. Αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Ήταν αποφασισμένος το πρωί της επόμενης ημέρας να ισοπεδώσει το Χάνι, με τους αυθάδεις υπερασπιστές του. Την κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις δύο τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επιχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι έξι είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.
Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στοίχισε στον Ομέρ Βρυώνη πάνω από 300 νεκρούς και 200 τραυματίες Κυρίως, όμως, προκάλεσε κλονισμό στο ηθικό του στρατού του και τον δικό του δισταγμό για το αν έπρεπε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίσθηκε απ’ όλους ως αναμφισβήτητος ηγέτης της Ανατολικής Στερεάς.
«Πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του»
Στις 5 Ιουνίου 1825 ο αγωνιστής της επανάστασης, Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε στις φυλακές της Ακρόπολης. Τον είχε συλλάβει ο παλιός του φίλος και πρωτοπαλίκαρο του, Γιάννης Γκούρας, ύστερα από διαταγή του Ιωάννη Κωλέττη και Μαυροκορδάτου, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ως «προδότη».
Ο Έλληνας αγωνιστής ήταν απογοητευμένος από τα πάθη του εμφυλίου και είχε συχνές διαφωνίες με τους πολιτικούς της εποχής. Η κυβέρνηση έχρισε τον Γκούρα αρχηγό μιας στρατιωτικής μονάδας για να τον συλλάβουν. Ο Ανδρούτσος παραδόθηκε στον άλλοτε φίλο του με τον όρο να τον στείλει στην Πελοπόννησο για να δικαστεί. Ωστόσο, ο Γκούρας τον οδήγησε στις φυλακές του πύργου Γούλα, που βρισκόταν στα προπύλαια της Ακρόπολης….
Η δολοφονία του διατάχθηκε με την εξής αποκρυπτογραφημένη φράση: ‘’πούλα το λάδι γιατί θα πέσει η τιμή του’’. Το βράδυ της 4ης Ιουνίου οι Μαμούρης, Τριανταφυλλίνας, Τζαμάλας και Θεοχάρης εισήλθαν στο κελί του Ανδρούτσου, ο οποίος σηκώθηκε και έβρισε τους υποψήφιους δολοφόνους του..
Τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο ο Βοιωτός συγγραφέας Τάκης Λάππας στο ομώνυμο βιβλίο του, που εξεδόθη το 1964.
Η περιγραφή του στηρίζεται στα όσα ομολόγησε ο Κώστας Καλατζής μετά από χρόνια. Ηταν ο νυχτοφύλακας της φυλακής στην Ακρόπολη, όπου οι δεσμώτες του είχαν βάλει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Καταγόταν από τη Λιβαδειά και είδε με τα μάτια του να βασανίζεται και να εκτελείται ο ήρωας. Περασμένα μεσάνυχτα της 4ης προς την 5η Ιουνίου 1825 και στο φως του φαναριού που κρατούσαν διέκρινε τους εκτελεστές του: τον Γιάννη Μαμούρη, πρωτοπαλίκαρο του Γκούρα, ή «Γιάννη του Γκούρα», και τους πιστούς στον Γκούρα Θεοχάρη, Τζαμάλα και Τριανταφυλλίνα.
Οταν άνοιξε η καγκελόφρακτη σιδερένια πόρτα της φυλακής, ο Οδυσσέας κατάλαβε ότι ήρθαν οι μπράβοι του Γκούρα και του Κωλέττη να τον τελειώσουν. Σηκώθηκε όρθιος, αλλά ήταν δεμένος με χοντρές αλυσίδες χειροπόδαρα.
Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ορέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα. Δε μ’ λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ ορέ Γιάννη (Μαμούρη) γιατί;» (σημ.: Ο Μαμούρης ήταν μαζί με τον Οδυσσέα στη Μάχη της Γραβιάς).
Σαν να ήσαν αφιονισμένοι, χωρίς να μιλήσουν οι τέσσερις εγκάθετοι άρχισαν να τον κτυπούν με μανία. Ο Οδυσσέας, αν και χειροπόδαρα δεμένος, αντιστάθηκε όσο μπόρεσε. Ο αγώνας ήταν άνισος. Για να δείξουν ότι ήταν «ατύχημα» ο θάνατός του δεν χρησιμοποίησαν όπλα, αλλά τον έπνιξαν με τα ίδια τους τα χέρια. Μετά του πέρασαν στο σώμα ένα φαγωμένο από τους ίδιους σχοινί και το άψυχο σώμα του το έριξαν από ψηλά στο λιθόστρωτο, που ήταν μπροστά από το ναό της Απτέρου Νίκης, στην Ακρόπολη. Το έγκλημα κουκουλώθηκε γρήγορα, με διαταγές του φρουράρχου των Αθηνών Γκούρα και την επίνευση του Κωλέττη. Ετάφη εκεί κοντά όπου τον βρήκαν νεκρό, δίπλα στο ναΐσκο των Ασωμάτων. Προηγουμένως ο δικός τους γιατρός Κάρολος Βιτάλης πιστοποίησε ότι «ο θάνατος επήλθε από την πτώση», έτσι τον ανέφερε και η υπηρετούσα τον Κωλέττη εφημερίδα «Εφημερίς των Αθηνών»… Η ενόχληση από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο έλαβε τέλος. Ετσι νόμισαν. Σημειώνεται ότι ο ήρωας είχε τον Γκούρα ως το πιο έμπιστο πρόσωπό του και τον είχε παντρέψει…
Σημαντικά στοιχεία
για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο
και τους διώκτες του
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1826 ο Γκούρας (φωτό) ήταν στην Ακρόπολη, κοντά στο μέρος όπου δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος, και προσπαθούσε να αποτρέψει λιποταξίες, εν όψει του οθωμανικού κινδύνου. Τουρκαλβανός προσδιόρισε το ταμπούρι του από τους πυροβολισμούς που έριξε και τον σημάδεψε, τον κτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε…
Στις 27 Ιανουαρίου 1827 οθωμανικοί κανονιοβολισμοί κτύπησαν επί της Ακροπόλεως το ναό του Ερεχθέως, τον οποίο ο Γκούρας είχε μετατρέψει σε οικία της οικογενείας του και των υπόλοιπων συγγενών και πιστών του.
Εθραύσθησαν ένας από τους κίονες και το επιστήλιο που στήριζαν την οροφή, και αυτή πέφτοντας καταπλάκωσε και εφόνευσε τη χήρα του Γκούρα και άλλους έντεκα δικούς του. Ετάφησαν όλοι κοντά στον τάφο του Ανδρούτσου (σημ.: Τα στοιχεία από τα «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» του Μιχ. Οικονόμου», φωτομηχανική επανέκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Δημητσάνης, Αθήναι, 1976). Οι άλλοι εκτελεστές του Οδυσσέα δεν ενοχλήθηκαν για το έγκλημά τους…
* Η αποκαλούμενη «Ντάπια του νερού ή του Δυσσέα» χτίστηκε από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ακρόπολη για να προστατευτεί η πηγή και το πηγάδι που ξεδίψαγε τους αγωνιστές. Η αναμνηστική επιγραφή με τον σταυρό (δεξιά) το μαρτυρά. Στην ίδια περιοχή ο γενναίος οπλαρχηγός είχε λίγα χρόνια αργότερα ο τραγικό τέλος από «αδελφικά» χέρια….
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η φωτoγραφία είναι από το πόρταλ mixanitouxronou.gr
ΠΗΓΕΣ:
1)Mixanitouxronou.gr
2) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΒ΄, Αθήνα 1975
3)Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο.