Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης κ.κ Αθανάσιος
Σήμερα ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶστες, ἑορτάζει τήν Σύναξη τῶν 350 Θεοφόρων Πατέρων, τῶν συγκροτη-σάντων τῆν Ζ΄ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 787 μ.X., γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Συνόδου , ἀλλά καί γενικῶς ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦσαν Θεοφόροι καί Πνευματοφόροι. Γιά νά καταστοῦν ὅμως δοχεῖα τῆς Θείας Χάριτος ἠγωνίσθησαν ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ τους ἑαυτοῦ καί ἐνέκρωσαν τά πάθη τους, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀγγίξουν τόν Θεό καί ὁ Θεός νά τούς ἀγγίξει (Ἰακώβου Δ΄, 7).
Οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας διακρίθηκαν γιά τήν ἁγιότητα, τήν ὁσιότητα, τήν διαποίμανση καί τήν ὀρθή διδασκαλία τῶν πιστῶν. Οἱ Πατέρες αὐτοί ἀνέλαβαν κάποιες ὑποχρεώσεις τίς ὁποῖες διεκπεραίωσαν ἄριστα. Ὅπως :
Α) Τοῦ Πατέρα Λειτουργοῦ, πού ἀναγεννᾶ καί κατευθύνει πνευματικά τούς πιστούς, τούς συνδέει μέ τόν Σωτῆρα Χριστόν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον κηρύττει τό Εὐαγγέλιο καί τελεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Β) Τοῦ Διδασκάλου-Θεολόγου, πού ἔχει τό εἰδικό χάρισμα καί τό εἰδικό προνόμοιο καί τήν εὐθύνη νά διδάσκει, νά ἑρμηνεύει στούς πιστούς τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά ἀντιμετωπίζει κατ’ἐξοχήν τά μεγάλα προβλήματα καί τίς ἰσχυρές θεολο-γικές κρίσεις στήν Ἐκκλησία, ὅπως συνέβη μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι, διακρινόμενοι στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς λοιπούς Πατέρες, χαρακτηρίζονται θεόκριτοι, θεόπνευστοι, φωστῆρες ἐν κόσμῳ, ἔγκριτοι Πατέρες κ.λ.π. Ἡ ἐξαι-ρετική τιμή τους δέν σημαίνει ὅτι ὑποτιμοῦνται οἱ σπουδαῖοι ποιμέ-νες, ὅπως ὁ Ἅγιος Διονύσιος, οἱ θεόπτες Ἀσκητές, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Αὐτοί χαριτώθηκαν σέ ὕψιστο βαθμό, εἶχαν πλούσιο ἔργο καί θεῖες ἐμπειρίες, ἀλλά δέν τούς δόθηκε τό χάρισμα τοῦ γραπτοῦ λόγου, γιά νά τραφεῖ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί νά λυθοῦν μεγάλα προβλήματα πίστεως.
Οἱ ἀφορμές πού οἱ Πατέρες ἔγραψαν τά κείμενά τους ὑπῆρξαν οἱ ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Μελῶν της. Ὅπως:
Ι. Τό κήρυγμα πού ἀσκοῦσαν –θεολογοῦσαν, ἑρμήνευσαν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τίς γραφές γενικά γιά τήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν.
ΙΙ. Γιά τήν φανέρωση τῆς ἀλήθειας καί τήν ἀντίκρουση τῆς κακο-δοξίας οἱ Πατέρες θεολογοῦσαν γιά νά φανερώσουν τήν ὄντως ἀλή-θεια καί νά καταδείξουν τό ἀντιπαραδοσιακό τῶν ποικίλων αἰρετικῶν διδασκαλιῶν.
ΙΙΙ. Ἡ ἔκφραση θείων ἐμπειριῶν πού βίωσαν κατ’ἐξοχήν ὅσοι ἀγωνίζονταν πνευματικά καί χαριτώνονταν ἀπό τόν Θεόν, αὐτοί κατέγραψαν τίς θεῖες ἐμπειρίες τους καί ἔχουμε τά ἀσκητικά-νηπτικά ἔργα τους.
Γ) Οἱ Πατέρες θεολογοῦν μέ τόν φωτισμόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τό ἔργο τους συντελέσθηκε μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’αὐτό ἡ Ἐκκλησία στἰς καίριες στιγμές τῆς πατερικῆς θεολογίας ἀποδίδει κῦρος καί σημασία ἴση μέ ἐκείνη πού ἀποδίδει στήν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερα ὅταν ἔχει κυρώσει τήν θεολογία αὐτή μέ Οἰκουμενική Σύνοδο
Ἡ θεία ἀλήθεια, ὁ Τριαδικός δηλαδή Θεός καί τό ἔργο Του γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων φανερώθηκε προοδευτικά. Τήν πρόο-δον αὐτή ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν χαρακτηρίζει «μετάθεση βίου» Θεωρεῖται τό στάδιο αὐτό τῆς φωτιστικῆς δράσης τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος στήν Ἐκκλησία ὡς «ἐλπίδος συμπλήρωσις»(Γρηγορίου Θεολό-γου P.G. 36,456 AB), διότι κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον «θαυμα-τουργεῖ καί τήν τελείαν εἰσάγει γνῶσιν» ( Χρυσοστόμου Ρ.G.59,424).
Ἡ βεβαιότητα τῶν Πατέρων γιά τόν ἀποκαλυπτικόν χαρακτήρα τῆς θεολογίας τους, ὡς ὀφειλόμενης στό Ἅγιον Πνεῦμα, στηρίζεται στούς λόγους τοῦ Κυρίου. «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ’ὑμῖν μένων∙ ὁ δέ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅ πἐμψει ὁ πατήρ ἐν τῷ ὀνό-ματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἅ εἶπον ὐμῖν»(Ἰωάννου ΙΔ΄, 25-26).
Αὐτά τά θεῖα χαρίσματα εἶχαν οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί θεολόγησαν ἄριστα γιά τήν σωτηρία μας. Βιώνοντας αὐτά καί ἐμεῖς θά ἀξιωθοῦμε τῶν θείων δωρεῶν καί θά καταστοῦμε κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
ΑΜΗΝ.