Ανάµεσα στα σπίτια τα συνήθη υπάρχουν και κάποια αλλιώτικα. Τα αποκαλούµε σπίτια φιλοξενίας παιδιών. Περνώντας, στρέφουµε το βλέµµα, πότε µε απορία, πότε µε θλίψη, αγνοώντας πως εδώ υπάρχει ένα µεγάλο στοίχηµα: να αγαπηθούν αληθινά οι άνθρωποι, δίχως της συγγένειας το σκοινί, δίχως της υποχρέωσης.
Τα διηγήµατα αυτής της συλλογής δεν ψάχνουν τις αιτίες, δεν καταδικάζουν κανέναν. Φωτίζουν µια πλευρά της πραγµατικότητας που µοιάζει αβάσταχτη και την αποφεύγουµε. Μιλούν για τον τρόπο που συναντιέται ένας άνθρωπος µε ό,τι τον γαληνεύει κι ό,τι τον συνταράζει. Τα παιδιά µε τα παραµύθια της παιδαγωγού, η ναρκοµανής µητέρα µε την παιδαγωγό της κόρης, η µάνα µε το µωρό που δεν γέννησε, ο γείτονας µε το δάκρυ του, ο δάσκαλος µε την καλοσύνη του, ο µετανάστης µε το µεγαλείο της δύναµής του.
Θα πονέσουν λίγο, ίσα ίσα για να µπορούµε να ξαναµπούµε στα δικά µας σπίτια µε τη διάθεση να τα γιάνουµε όλα. Λίγο θα πονέσουν, όσο µια τούµπα στα πλακάκια της αυλής.
*Η Δέσποινα Σιμάκη γεννήθηκε στην Ικαρία το 1971. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε στην εκπαίδευση και ασχολήθηκε ως εργαζόμενη και ως εθελόντρια με τη φροντίδα παιδιών στο σύλλογο “Το Χαμόγελο του Παιδιού”. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις παραμυθιών και ιστοριών από τον τόπο της και έχει συγγράψει τον θεατρικό μονόλογο “Περί φωτός” που ανέβηκε στο χώρο του Μουσείου Φωταερίου στο Γκάζι. Μελέτησε τη στιχουργική τέχνη και την εικονογράφηση στο χώρο του Μικρού Πολυτεχνείου, ενώ το τελευταίο διάστημα ζει στον τόπο καταγωγής της και ασχολείται με την συγγραφή και την εικονογράφηση παραμυθιών.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Όταν μπαίνεις σ’ ένα σπίτι, μαθαίνεις πρώτα τις πόρτες του. Το πώς κλείνουν και το πώς ανοίγουν. Τα τριξίματα. Τον θόρυβο που κάνουν όταν κλείνουν απότομα από τον αέρα ή από τα ξεσπάσματα. Μαθαίνεις τα κλειδιά του. Αν γυρνούν εύκολα, το σχήμα τους, το σκάλωμα. Το ελαφρύ ανασήκωμα της πόρτας, το πόμολο. Παράλληλα, σχεδόν, τα παράθυρα. Πώς και αν σφραγίζουν, πόσος αέρας μπαίνει, πόσο φως τα πρωινά, πόση σκόνη από τον δρόμο. Μετά τους τοίχους του. Αν περνούν τα κρύα, οι μυρωδιές, οι θόρυβοι. Τρυπιέται εύκολα το ντουβάρι άμα θέλεις να κρεμάσεις κάδρα; Φεύγουνε οι λεκέδες από τους μαρκαδόρους; Αντέχουν τη χλωρίνη; Και πιο μετά, σε συνάρτηση με τους τοίχους, τους ήχους. Τους δικούς του. Κάνει αντίλαλο η φωνή; Τσακώθηκε άλλος κανείς εδώ πριν από χρόνια; Το γέλιο ρέει καθάριο; Το νερό ακούγεται στο μπάνιο όταν τρέχει; Το ξυπνητήρι; Σε ποια θέση να το βάλω να ακουστεί ταυτόχρονα σε δεκαεφτά αυτάκια που κοιμούνται; Να σου πω τα μυστικά μου στις τέσσερις το ξημέρωμα; Μας ακούν από το δίπλα δωμάτιο;
Μαθαίνεις τις μυρωδιές του. Μπορεί το κέικ λεμονιού που φουσκώνει στον φούρνο να μυριστεί στο μέσα το δωμάτιο; Το χριστουγεννιάτικο έλατο απλώνεται όσο θέλουμε; Το χνότο του μωρού; Τ’ ακούς; Να τ’ ακούς, είναι η πιο χαρούμενη οσμή του κόσμου. Η λερωμένη πάνα. Το σαμπουάν στα φρεσκοπλυμένα κεφάλια. Η υποψία μούχλας στα κάτω κάτω συρτάρια της ντουλάπας. Το καινούριο άρωμα της Αναστασίας. Ο Βασίλης που γίνεται δεκαπέντε.
Τις σιωπές του. Και τις σιωπές του τις μαθαίνεις. Απαιτείται σπουδή. Έξι με εφτά κοιμάται κάθε χάραμα. Μόνο. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού δύο με τέσσερις. Καμιά φορά τον ύπνο του ταράζουν γέλια κάτω από λουλουδάτα σεντόνια.
Έτσι το μάθαμε το σπίτι μας. Με τον καιρό. Βλέποντας, νιώθοντας, μυρίζοντας κι ακούγοντας. Με κλειστά μάτια το ξέραμε πια.
(σελ. 71-72)