Γράφει ο Επίσκοπος Ωλένης
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Σήμερα Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ τελευταία Κυ-ριακὴ τοῦ «Πεντηκοσταρίου». Μὲ αὐτὴν τελειώνει ὁ κινητὸς κύκλος τῶν ἑορτῶν πού ἄρχισε ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρι-σαίου. Ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ σφραγῖδα καὶ τὸ τέλος τῆς μεγάλης ἑορταστικῆς αὐτῆς περιόδου καὶ μᾶς παρουσιάζει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς Ἁγίους Πάντες.
Διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Προφήτης Ἠλίας, νόμισε ὅτι
δέν ὑπῆρχε ἄλλος ἄνθρωπος στό κόσμο, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του, πού νά πιστεύει στό Θεό καί νά ἀγωνίζεται γιά τό ἅγιο θέλημά Του. Βλέποντας τή γενική κατάπτωση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του ἀπελπίστηκε καί μέ παράπονο κραύγασε στό Θεό· «Ὑπολέλειμμαι ἐγώ μονώτατος» (Γ΄Βασ.19,10). Ὁ Θεός ὅμως τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ὑπῆρχαν 7.000 ἀκόμη πιστοί, πού δέν «ἔκλιναν γόνυ τῷ Βάαλ». Ἀνάλογο παράπονο μέ τόν Προφήτη Ἠλία θά μπορούσαμε νά ἐκφράσουμε καί ἐμεῖς σήμερα ἀπό τήν ἐντυπωσιακή ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμεθα ἀπό τή φαινομενική κατάπτωση τῶν ἠθῶν, διότι ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι, πού δέν «ἔκλιναν γόνυ τῷ Βάαλ».
Ὑπάρχουν ὄχι ἁπλῶς εὐσεβεῖς, ἀλλά ἅγιοι μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι ἄγνωστοι. Αὐτοί οἱ ἄγνωστοι ἅγιοι εἶναι ὁ λόγος πού θεσπίστηκε ἡ ἑορτή τῶν «Ἁγίων Πάντων». Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέσπισαν τήν συλλογική αὐτή ἑορτή γιά τούς ἑξῆς λόγους:
Α) Ὅτι οἱ Πατέρες θέσπισαν τήν ἑορτή αὐτή μία ἑβδομάδα μετά τήν Πεντηκοστή, γιά νά φανερωθοῦν στόν κόσμο οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιά νά φανερωθοῦν τά χαρίσματα καί ἡ δύναμη πού μοίρασε ὁ Παράκλητος στούς πιστούς καθιστῶντας τους ἔτσι ἁγίους. Ἔτσι βλέπουμε, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Ἅγιοι Ἀπό-στολοι νά μιλοῦν ξένες γλῶσσες.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος,ὁ ὁποῖος ἀπαρνήθηκε τόν Χριστό τρεῖς φο-ρές, μετά τήν Πεντηκοστή, ὁμιλεῖ εἰς τό πλῆθος τῶν Ἰουδαίων καί ἀποκαλύπτει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους γιά τό ἀνοσιούργημα πού διέπραξαν.
Β)Γιά νά μᾶς δείξουν ὅτι κατεβαίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Θεὸς, καὶ ἀνεβαίνει στόν οὐρανὸ ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος. Οἱ πρὶν ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ γίνονται φίλοι Του καὶ ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν «Ἅγιοι» καί ἀναπληρώνουν τὸ πεπτωκὸς τάγμα τῶν Ἀγγέλων.
Γ). Ἕνας ἄλλος λόγος πού θεσπίστηκε ἡ ἑορτή αὐτή εἶναι γιατί ἐπιβαλλόταν ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού τιμῶνται χωριστά νά συναχθοῦν σέ μία κοινή ἑορτή,γιά νά φανεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ὅλοι μαζί ἀγω-νίστηκαν γιά τό ἴδιο πρόσωπο,τόν Χριστό,σ’ ἕνα στάδιο τῆς χριστια-νικῆς ἀρετῆς,καί ἀπ’αὐτόν ἀξίως ἔλαβαν τούς στεφάνους τῆς νίκης.
Ἔτσι ἡ κοινή αὐτή ἑορτή εἶναι μία παρόρμηση ἀλλά καί μία ἐλπί-δα ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί ἄν ἀγωνισθοῦν ὅπως ἀγωνίστηκαν ἐκεῖνοι θά ἀπολάβουν καί αὐτοί τούς στεφάνους τῆς ἐν Χριστῷ νίκης καί τῆς κατά Θεόν τελειώσεως. Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι μόνο γιά κάποιους ἐκλεκτούς ἀλλά γιά ὅλους τούς χριστιανούς.
Δ). Ἕνας ἄλλος λόγος πού προκάλεσε τή σύσταση τῆς συλλογικῆς αὐτῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καί ἅγιοι ἄγνωστοι καί ἀφανεῖς, οἱ ὁποῖοι γράψανε τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.Αὐτούς λοιπόν τούς ἀ-γνώστους ἁγίους τούς ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τούς γνωστούς μαζί. Κάτι ἀνάλογο κάνει καί ἡ πολιτεία μέ τό «Μνημεῖο τοῦ ἀγνώ-στου στρατιώτου».Ὁ λόγος αὐτός μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι πάντα ὑπάρ-χουν ἅγιοι. Ὅπως σέ μέρη ἔρημα δέν ὑπάρχει ἴχνος νεροῦ, ἐάν κά-νουμε γεώτρηση βρίσκουμε νερό, ἔτσι καί στήν ἔρημο τῆς κοινωνίας μας, τήν κατάξερη ἀπό τούς ἀνέμους τοῦ ὑλισμοῦ καί τῆς ἀπιστίας, ὑπάρχουν φλέβες ἁγιότητας πού πρέπει νά ψάξουμε νά τίς βροῦμε.
Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἅγιοι δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι πού ἔχυ-σαν τὸ αἷμα τους γιά τὴν Ὀρθοδοξία ἀλλά εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀγωνί-σθηκαν καὶ ἀγωνίζονται τὸν ἀγῶνα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς μὲ ἀκρί-βεια καὶ συνέπεια. Εἶναι «μαρτύριο πνεύματος» ἡ καθημερινὴ βίωση τοῦ λόγου τοῦ Σταυροῦ, ἡ σταύρωση τῶν παθῶν καὶ τῆς κακίας μας, ἡ ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς μας, διά τῆς ὁποίας ἑνούμεθα μέ τόν Ἀνα-στάντα Κύριον καί καθιστάμεθα μέτοχοι τῆς Βασιλείας Του.
ΑΜΗΝ