Γράφει ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης
Φυσικός, M.Sc. Computing
«Εκεί, στεκόταν ένα πλήθος από γέρους, γυναίκες και παιδιά, με βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα, ξυπόλητοι με πληγωμένα πόδια, καμένοι από τον ήλιο, με τα πρόσωπά τους χλωμά και αδυνατισμένα, το βλέμμα τους χαμένο και κενό – αλλά δεν ήταν ζητιάνοι, είχαν δει καλύτερες μέρες, και στέκονταν αμίλητοι μέσα στη δυστυχία τους. Υπήρχε ένας γέρος, των οποίου οι γενναίοι γιοί είχαν σφαγεί, και τώρα επιζητούσε την φιλανθρωπία που κάποτε έδινε ο ίδιος. Και πήρε το μερίδιο του σιωπηρός, πνιγμένος από συγκίνηση και τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλα του ήταν το μόνο σημάδι της ευχαριστίας του. Οι γυναίκες έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους κλαίγοντας με λυγμούς, και τα μικρά παιδιά χτυπούσαν παλαμάκια χορεύοντας από τη χαρά τους. Καλύφθηκαν οι ανάγκες για χιλιάδες ανθρώπους και παρότι η προσφορά ήταν μόνο στιγμιαία, χιλιάδες προσευχήθηκαν στο Θεό για τους ευεργέτες τους και τα παιδιά τους έμαθαν να ψελλίζουν το όνομα της Αμερικής με ευχαρίστηση. Τα νέα σχετικά με τις διανομές, μαθεύτηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, προκαλώντας ένα ακόμα πιό σπουδαίο αποτέλεσμα, με την ενθάρρυνση που έδωσε στο λαό, οι οποίος είδε ότι θεωρούνταν άξιος να έχει ένα χέρι βοήθειας που ερχόταν από την άλλη άκρη της Γής.»
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (Samuel Gridley Howe), «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης» το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1828, και περιγράφει μια σκηνή κατά τη διάρκεια της διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας από την Αμερική, στην οποία συμμετείχε ενεργά ο συγγραφέας.
Ο Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (10 Νοεμβρίου 1801 – 9 Ιανουαρίου 1876), (φωτό) ήταν Αμερικανός ιατρός, ο οποίος υπήρξε πολέμιος της δουλείας στις ΗΠΑ, υποστηρικτής των επαναστατικών κινημάτων σε Ελλάδα, Γαλλία και Πολωνία και πρωτοπόρος στην εκπαίδευση των τυφλών καθώς και των ατόμων με ψυχική αναπηρία. Οργάνωσε το Ίδρυμα Πέρκινς, την παλαιότερη σχολή τυφλών των ΗΠΑ της οποίας υπήρξε ο πρώτος διευθυντής. Υπήρξε μια σπουδαία προσωπικότητα και ξεκίνησε τη δράση του από την επαναστατημένη Ελλάδα.
Ο Χάου, ώς φοιτητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, παρακολουθούσε τα νέα για την εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης στην Ευρώπη και ήταν φανατικός θαυμαστής του Λόρδου Βύρωνα. Το 1824, αμέσως μετά την απόκτηση του ιατρικού του πτυχίου και ενθουσιασμένος με την ιδέα του απελευθερωτικού αγώνα ήρθε στην Ελλάδα και εντάχθηκε στις δυνάμεις των Ελλήνων επαναστατών ως χειρουργός. Τον Μάρτιο του 1825 από τo Ναύπλιο γράφει στον πατέρα του:
«Πρώτα απ΄’όλα είμαι χαρούμενος, αληθινά χαρούμενος που ήρθα στην Ελλάδα. Γιατί πιστεύω ότι, ανεξάρτητα από τις πραγματικές υπηρεσίες που θα προσφέρω στον σκοπό της ελευθερίας εδώ, θα βελτιωθώ μέσα σε ένα χρόνο περισσότερο από ότι θα μπορούσα στην Βοστώνη σε πέντε χρόνια. Ομιλώ άνετα Γαλλικά, άρχισα να μιλάω Ελληνικά και ξεκινάω να μαθαίνω Ιταλικά… Τολμώ να πω ότι σε ένα χρόνο θα κάνω περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις από οποιοδήποτε άλλο χειρουργό στη Βοστώνη. Και μόνο αυτή η γνώση της χειρουργικής θα με ανταμείψει για οτιδήποτε.”
Κατά την παραμονή του εδώ, τα καθήκοντα του δεν περιορίστηκαν μόνο στην ιατρική, αλλά ανέλαβε και διοικητικές υποχρεώσεις στρατιωτικής φύσεως καθώς κι ένα τεράστιο φιλανθρωπικό έργο. Υπέστη τις κακουχίες και τη πείνα των Ελλήνων, ακολουθώντας τους αγωνιστές στα βουνά της Πελοποννήσου. Στο ημερολόγιό του αναφέρεται η εξής διήγηση:
«Υπήρξαν μήνες που δεν είχα γευθεί κρέας, εκτός από σαλιγκάρια και ψητές σφήκες. Εβδομάδες χωρίς ψωμί και μέρες χωρίς καθόλου φαγητό. Αλίμονο στον περιπλανώμενο γάιδαρο ή κατσίκι που θα έπεφτε στην αντίληψή μας. Το σφάζαμε γρήγορα και το κρέας τους κομμένο σε μικρά κομμάτια το ψήναμε περασμένο στις βέργες των όπλων και το καταβροθίζαμε μισοψημένο”.
(Ο Σάμιουελ Χάου ζωγραφισμένος με Ελληνική φορεσιά)
Απέστελνε διαρκώς γράμματα στην Αμερική τα οποία δημοσιεύονταν στον τύπο της εποχής, συμβάλοντας σημαντικά στην διάδοση της συμπάθειας των Αμερικανών για τον αγώνα των Ελλήνων και ενημερώνοντας για την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο απλός λαός, ο οποίος υπέφερε από λιμό κακουχίες και ανέχεια, κυρίως εξαιτίας της τεράστιας καταστροφής που είχε επιφέρει στη Πελοπόννησο η εκστρατεία του Ιμπραήμ.
Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει από τις Αμερικανικές φιλελληνικές επιτροπές μια τεράστια καμπάνια για τη συλλογή ανθρωπιστικής βοήθειας, κυρίως τρόφιμα, τα οποία αποστέλλονταν στην Ελλάδα με σαφείς οδηγίες για τη διανομή τους απευθείας στους πεινασμένους και στους άστεγους και όχι στους ένοπλους.
Από τον Μάρτιο έως το Νοέμβριο του 1827 έφτασαν στην Ελλάδα 6 πλοία με τρόφιμα και ρούχα, και ο Χάου μαζί με άλλους Αμερικανούς αντιπροσώπους φρόντισαν να διανεμηθούν απευθείας στους πεινασμένους και κατατρεγμένους σε πολλά μέρη της Πελλοπονήσου και σε νησιά. Το χρονολόγιο των διανομών καταγράφηκε με κάθε λεπτομέρεια τόσο στο προσωπικό ημερολόγιο του Χάου όσο και σε βιβλία που εξέδωσαν αμέσως μετά οι αντιπρόσωποι των επιτροπών που συνόδευαν τα φορτία, τα οποία σήμερα είναι διαθέσιμα on-line.
Ο Χάου επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1827 για να συγκεντρώσει επιπλέον χρήματα και προμήθειες για τους πεινασμένους Έλληνες και μαζί του πήρε και ένα μικρό αριθμό ορφανών παιδιών από την Ελλάδα. Φτάνοντας στην Βοστώνη, συνέγραψε και εξέδωσε το βιβλίο, του οποίου απόσπασμα παρατέθηκε στην εισαγωγή, και διοργάνωσε δεκάδες ομιλίες για την συγκέντρωση ανθρωπιστικής βοήθειας. Οι πυρετώδεις προσπάθειες του απέφεραν τελικά το ποσό των 60.000 δολαρίων, πόσο τεράστιο για την εποχή, με αποτέλεσμα δύο επιπλέον πλοία με βοήθεια να έρθουν το 1828 στην Ελλάδα. Με το τελευταίο επιστρέφει και ο Χάου.
Στη συνέχεια φροντίζει για τη σίτιση εκατοντάδων προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Αίγινα σχεδιάζοντας και υλοποιώντας την κατασκευή ενός μώλου στο λιμάνι. Επί 4 μήνες επιβλέπει εκατοντάδες άτομα τα οποία εργάζονται με αντάλλαγμα το ημερήσιο φαγητό τους. Ο Χάου γράφει στο ημερολόγιό του στις 19 Δεκεμβρίου 1828:
«Οταν οι φτωχοί άκουσαν πως θα ξεκινούσα αυτό το έργο και χρειαζόμουν εργάτες με ανταμοιβή ψωμί, μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί για να γραφτούν όπου είχα δυσκολία να κάνω επιλογή. Τελικά επέλεξα εκατό άνδρες που είχαν οικογένεια, και διακόσιες παντρεμένες γυναίκες. Οι άνδρες με τις αξίνες τους έβγαζαν τις πέτρες και οι γυναίκες με τα καλάθια τους πετούσαν τα χώματα. Η αμοιβή τους ήταν τρεις λίβρες καλαμποκάλευρο για τους άνδρες και δυόμιση για τις γυναίκες.»
Τον Απρίλιο του 1829, κατά τα πρότυπα των πρώτων Αμερικανών αποίκων, ίδρυσε κοντά στην Αρχαία Κόρινθο μια αποικία ξεκινώντας με 26 οικογένειες που είχαν έρθει κατατρεγμένες κυρίως από τη Μικρά Ασία. Μάλιστα, ζήτησε κι πέτυχε να πάρει από την Ελληνική Κυβέρνηση 5.000 στρέμματα χωρίς φόρο για πέντε χρόνια, ώστε οι πρώτοι κάτοικοι της αποικίας να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τη παραχωρημένη γη και να σταθούν οικονομικά στα πόδια τους. Ο Χάου παρείχε τα πάντα στους διακόσιους πρώτους κατοίκους της αποικίας: σπόρους, βόδια, εργαλεία και τρόφιμα μέχρι να μαζευτεί η πρώτη. Προσέλαβε δάσκαλο κι έφτιαξε σχολείο για τα εικοσιπέντε πρώτα παιδιά της αποικίας.
Ο Χάου έφυγε από την Ελλάδα την άνοιξη του 1830, αφήνοντας πίσω του μία απελευθερωμένη Ελλάδα. Ήταν μόλις 29 ετών. Το 1844 κάνοντας το ταξίδι του μέλιτος στην Ευρώπη, φτάνει στην Ελλάδα και επισκέπτεται την αποικία του στην Κόρινθο. Καθώς προχωρούσε έφιππος, τον αναγνώρισαν και στήθηκε μεγάλο γλέντι προς τιμήν του. Στην συνέχεια της ζωής του στην Αμερική, ο Χάου γίνεται ευρύτερα γνωστός κυρίως για την φιλανθρωπική του δράση. Το 1867 ήρθε πάλι στην Ελλάδα φέρνοντας ανθρωπιστική βοήθεια για τους πρόσφυγες της Κρήτης.