Επιμέλεια:
Θοδωρής Λάμπρος
([email protected])
Όταν ο Θοδωράκης Γρίβας, το 1862, σήκωσε τη Βόνιτσα με τη φρουρά της, κι από τη Βόνιτσα τράβηξε για το Μεσολόγγι, οι χωριάτες στο δρόμο τον ακολουθήσανε, γιατί πιστέψανε πως πάει στην Αθήνα να ρίξει τον Όθωνα και να γίνει βασιλιάς. Το λαϊκό τραγούδι δείχνει την τρομάρα που ‘πιασε τάχα τον Όθωνα στ’ άκουσμα του σηκωμού της Βόνιτσας. Γρίβα, σε θέλει ο βασιλιάς κλπ.
Στο Κεφαλόβρυσο του Αιτωλικού μάζεψε την χωριατουριά τριγύρω του, ανέβηκε σε μια πέτρα και βρόντησε με τη φωνάρα του χτυπώντας τα πλατιά του στήθια:
«Ποιος είμ’ εγώ, ορέ;. Κανένας δεν τόλμησε ν’ αποκριθεί γιατί δεν ξέρανε τι νόημα είχε το ρώτημά του. Πάλι ο Γρίβας ρώτησε:
«Ποιος είμ, εγώ ορέ;» Και πάλι σιωπή.
«Εγώ είμαι, ορέ, ο Θοδωράκης Γρίβας, δεν είμ’ εγώ;»
«Εσύ είσαι, καπετάνε, εσύ είσαι!», είπαν οι χωριάτες.
Τότε ο ρήτορας (έβγανε και στη Βουλή κάτι τέτοιους λόγους πολλές φορές) είπε πολλά και κάλεσε τους χωριάτες να το ακολουθήσουνε στην Αθήνα.
Και τον ακολούθησαν, όμως στην Αθήνα δεν προφτάσανε να φτάσουν. Ένας γεροχωριάτης έλεγε στους άλλους πως στην Αθήνα οι πόρτες του παλατιού ανοιγοκλείνουνε με κάτι πόμολα (ζεμπερέκια τα ΄λεγε) χρυσά. Είχε πάρει και σακούλια μάλιστα μαζί του να τα γεμίσει πόμολα.
(Προφορική παράδοση)