Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Τούτος ο ασθενιάρης ο καιρός μάς σπρώχνει να νοιαστούμε. Μια δύσβατή του μέρα, στο χάραμα σχεδόν, αφού χάιδεψα και σκέπασα το σπιτικό μου, πήρα όλα μου τα υπάρχοντα -την πένα μου κι ένα χαρτί από βελούδο δηλαδή- και τράβηξα στην κατηφόρα. Έχει ωραίες του τις κατηφόρες ο Υμηττός. Σε τσουλάνε αγόγγυστα απ’ του βουνού τα αέρινα στο πονεμένο κέντρο. Ακύρωσα τους λεπτοδείχτες του μυαλού να μην μετρούν τον χρόνο και τις σκέψεις και tabula rasa οδοιπόρος ταξίδεψα μονάχη. Όλη η διαδρομή καταδική μου, σιωπηρή και ερημώδης. Δεν κοίταζα τα πέτρινα ντουβάρια με τα στοκάδια στα πληγιασμένα τους πλευρά. Μήτε τις γκρίζες, τις λαίμαργες τις λεωφόρους με τις κραυγές από τα ξοφλημένα λάστιχα των τροχοφόρων στο κάρβουνο κορμί τους. Μόνο σε κάτι χωμάτινες πλατείες στάθηκα. Εκεί που φύτρωναν πρασιές με χρώματα αγνά στην ήβη τους. Και παρακάτω, θώπευα κλωνί αρχαίας αγριελιάς, ράγισμα στο μολυβένιο οστό της Ιστορίας.
Και φιλοκάρδισα στ’ αγνάντεμα του Ολυμπίου Διός με το υπέρμετρο ανάστημα. Και βύζαξα τα Ζάππεια κηπάνθια. Υπόκλιση στων τριών των τραγικών τις προτομές με το στοχαστικό το βλέμμα. Κι ύστερα, όρθωσα και στύλωσα υγρό το βλέμμα μου στον Ιερό τον Βράχο. Κι αργόσυρτα -που λέτε- μ’ οδήγησαν τα βήματά μου στα πάλευκα πλακόστρωτα της φίλτατής μου Πλάκας. Ζήλεψα το πιο μοναχικό σοκάκι της κι έστησα εκεί το σκηνικό μου: Μια ψάθινη καρέκλα σιμά σ’ αρχαίο καλντερίμι, ένα ομόκεντρο τραπέζι καφενέ να μου σερβίρει διπλό καφέ από χαρμάνι ελληνικό κι ατόφιο. Καταμεσής, στη λάβα του απίθωσα της πένας μου το ταπεινό νυστέρι. Και για αποκούμπι εκείνη την αστερόεσσα χιτώνη της Πολιάδας θεάς με την περίτρανη σοφία.
Συλημένη η Αθηνά κατέφθασε, με μνήμη λύκου που έτριζε τα δόντια. Με νάρθηκες στα μέλη, ζύγωσε σιμά μου στο τραπέζι. Δυο πήχεις το φαρμάκι, τσίριζε σαν το ΄φτυνε από το στόμα. Μου μίλησε για τις καταστροφές που φώλιασαν στο στέρνο της, για τις ασέλγειες των κατακτητών. Μου έδειξε τις χρυσές καταπακτές που έκρυβε στο ριγωμένο σώμα. Πιάσε δυο πέτρες, μου ΄πε, από τα παλιά γκρεμίδια και πλάσε τες γερά. Ζύμωσέ τες σαν πρόσφορο, κάνε τες θυμίαμα για να σκιαχτούν οι δαίμονες. Μην ξεθαρρέψει πάλι εκείνο το βενετσιάνικο καπρίτσιο του άξεστου του Μοροζίνι και σπείρει την καταστροφή. Και τ΄ άλλο το αρχαιοκάπηλο το σχέδιο του αχαμνού του Έλγιν. Κι εσείς, μου είπε, οι νεότεροι, πώς συνδαυλίζετε φωτιές, στα εδώδιμα τα αρχαία σωθικά μου! Πώς χτίζετε αργούς γκρεμνούς εκεί που συντελούνται θαύματα!
Πάνω στην ώρα, έφτασαν στη συντριβή και οι λειψές οι κόρες του Ερεχθέα, σαν αρχαίες μοιρολογήτρες. Kατάχαμα κι εγώ με ολοφυρμούς να αφαλοδέρνω από τον εσώψυχο τον πόνο. Στα λυπημένα αγάλματα ρωγμή παράταιρη η μέρα, με σπάει, με βεβηλώνει.