Επιμέλεια:
Θεόδωρος Λάμπρος
(Ιστορικός – Συγγραφέας και Διαχειριστής
του ιστορικού πόρταλ “Το skalistiri.news σκαλίζει το 1821”
Το αγαπημένο λημέρι του Κατσαντώνη ήταν η θέση Φούρκα στα Άγραφα. Κάποιο απομεσήμερο οι κλέφτες του ξαποσταίνανε μέσα στα έλατα. Πλάι στο λημέρι υπήρχε μια βρύση. Εκείνη την ώρα το φέρε’ ο δρόμος του να περάσει ένας Τούρκος. ‘Ετρεμε απ’ τον φόβο του μην τύχει και πέσει πάνω στους κλέφτες, μα τι να κάνει.
Απ’ αλλού δεν τον βόλευε να περάσει. Στάθηκε στην βρύση να πιει νερό. Και αφού δροσίστηκε, ξεθάρρεψε και άρχισε να μονολογεί.
“Αχ και να βρισκα τον Κατσαντώνη, κάπου στα σίδερα δεμένο, νηστικό, ξυπόλητο, άρρωστο, πόσο ξύλο θα είχα να του ρίξω…”.
“Να με δείρε με” ακούστηκε η φωνή του Κατσαντώνη, που μεμιάς παρουσιάστηκε κι ο ίδιος μπροστά του.
Τα’ χασε ο Τούρκος. Έτριβε τα μάτια του μπροστά σε κείντο απίστευτο συναπάντημα. Και τον έκοψε τέτοιος φόβος, που έτρεμε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
“Μην φοβάσαι” του είπε ο Κατσαντώνης, “σου χαρίζω την ζωή γιατί είσαι δειλός, και εγώ δειλούς δεν σκοτώνω”.