Γράφει η Μαρία Συλαϊδή
(Αρθρογράφος – Συγγραφέας)

Ο Νοέμβρης είχε γείρει για τα καλά πάνω στα κεραμίδια του χωριού. Τα δέντρα στέκονταν ακίνητα, σαν να κρατούσαν την ανάσα τους, κι ο ουρανός ήταν βαρύς, γεμάτος υποσχέσεις. Ο αέρας μύριζε ξύλο και τα βράδια οι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα,σαν να φοβούνταν μην ξυπνήσουν κάτι που κοιμόταν πάνω απ’ τα σύννεφα. Όλα είχαν εκείνη τη γλυκιά αίσθηση της αναμονής. Ήταν σαν το χωριό να ένιωθε ότι κάποιος το πλησίαζε, όχι άνθρωπος, μα μια παρουσία απαλή, αθόρυβη, ντυμένη στα λευκά. Και όσο περνούσαν οι μέρες, όλοι είχαν μέσα τους την ίδια σιωπηλή ευχή:
«Ας πέσει λίγο χιόνι φέτος. Έτσι, για να θυμηθούμε πως ο κόσμος μπορεί ακόμα να αλλάξει χρώμα».
Μικρές Συμβουλές για:
Γονείς:
*Μιλήστε στα παιδιά για την υπομονή και την προσμονή. Ότι μερικές ομορφιές χρειάζονται χρόνο.
*Διαβάστε μαζί μια ιστορία για το χιόνι και αφήστε τα παιδιά να
ζωγραφίσουν τη δική τους εκδοχή.
Εκπαιδευτικούς:
*Δημιουργήστε στην τάξη ένα «Ημερολόγιο Χιονιού». Κάθε παιδί γράφει ή ζωγραφίζει πώς θα ήθελε να είναι η πρώτη χιονονιφάδα.
*Διαβάστε αποσπάσματα από ελληνικές και ξένες ιστορίες για το χιόνι, συνδυάζοντας γλώσσα και φαντασία.
*Το χωριό από βαμβάκι. Δημιουργήστε σε χαρτόνι ένα ομαδικό έργο. Κάθε παιδί φτιάχνει ένα μικρό σπιτάκι από χαρτόκουτο. Το ζωγραφίζει, και όλοι μαζί τα τοποθετούν σε έναν «χειμωνιάτικο λόφο» καλυμμένο με βαμβάκι.
Παιδιά:
*Ο φίλος του χιονάνθρωπου. Ζωγράφισε ή φτιάξε από χαρτόνι τον «φίλο»
του πρώτου χιονάνθρωπου,«το παιδί που τον περίμενε.» Δώσε του όνομα, γράψε ένα γράμμα και πες του τι θα έκανες μαζί του αν μπορούσε να ζήσει για μια μέρα.
* Το ημερολόγιο των νιφάδων. Κόψε μικρούς κύκλους από λευκό χαρτί και γράψε πάνω τους κάτι που σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Κόλλησέ τους στο παράθυρό σου, και όταν έρθει ο Δεκέμβρης, θα έχεις τη δική σου χιονοθύελλα αισιοδοξία
Προτάσεις βιβλίων:
Το αγόρι που έφερε το χιόνι – Hughes Hollie
Μια συγκινητική ιστορία για τη φιλία, τη σημασία της προσφοράς και τη μαγεία του χειμώνα.
Όταν οι άγγελοι του χιονιού πετούν – Maggie O’Farrell
Σε αυτό το βιβλίο αποτυπώνεται η δύναμη και συνάμα η ευθραυστότητα της ζωής, αλλά και το αξιοθαύμαστο θάρρος ενός κοριτσιού που παλεύει να πλημμυρίσει με μαγεία το σπίτι της.
Καλωσήρθες, Χειμώνα! – LINDLEY, JO
Ανακαλύψτε τις 4 εποχές του χρόνου σε έναν κόσμο φιλίας και περιπέτειας, όπου όλα τα συναισθήματα είναι ευπρόσδεκτα.
Διήγημα
Ο πρώτος χιονάνθρωπος

Το χωριό ήταν τυλιγμένο στην αναμονή. Εδώ και χρόνια δεν είχε χιονίσει, κι όμως κανείς δεν έπαψε να μιλά γι’ αυτό. Οι ηλικιωμένοι θυμόντουσαν εκείνον τον παλιό χειμώνα που το ποτάμι πάγωσε και τα παιδιά έκαναν πατινάζ με σόλες από ξύλο. Οι μικρότεροι άκουγαν σιωπηλοί, με βλέμματα γεμάτα θαυμασμό, σαν να άκουγαν παραμύθι. Η Μυρτώ, έμοιαζε να ψάχνει συνέχεια κάτι πέρα απ’ τον ορίζοντα. Είχε ακούσει κι εκείνη όλες τις ιστορίες για το χιόνι, μα τις πίστευε πιο πολύ απ’ όλους. Κάθε βράδυ, όταν οι άλλοι έμπαιναν στα σπίτια, εκείνη έμενε λίγο έξω, κοιτάζοντας τον ουρανό.
«Θα ξανάρθεις, το ξέρω», ψιθύριζε. «Δεν μπορεί να σε ξέχασε ο τόπος».
Ο πατέρας της, ο κυρ-Λεωνίδας, γελούσε με το πείσμα της.
«Αν συνεχίσεις να το ζητάς, Μυρτώ, θα σε ακούσει ο ίδιος ο ουρανός.»
Κι εκείνη απαντούσε σοβαρά:
«Τότε θα του μιλάω κάθε μέρα, μέχρι να με ακούσει.»
Τα πρωινά του Νοέμβρη,οι γυναίκες μαγείρευαν και οι άντρες έκοβαν ξύλα στην πλαγιά. Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα, και το χωριό είχε μάθει να ζει με την προσμονή, όπως περιμένεις έναν παλιό φίλο. Μόνο η Μυρτώ ένιωθε πως κάτι πλησίαζε. Κάθε μέρα, έπαιρνε το μικρό της σημειωματάριο και έγραφε:
«Ήρθε λίγο πιο κοντά», «Ο αέρας σήμερα μύριζε αλλιώς».
Ένα απόγευμα, ο ουρανός σκούρυνε γρήγορα. Η Μυρτώ καθόταν στο
κατώφλι, και ξαφνικά ένιωσε μια παράξενη ησυχία. Ο άνεμος σταμάτησε, τα
πουλιά σώπασαν, κι όλα γύρω της έμοιαζαν σαν κάτι να περίμεναν. Κι ύστερα ήρθε ένα φως. Όχι δυνατό, αλλά μαλακό, σαν αναπνοή.
Από τα σύννεφα κατέβηκε μια μορφή. Δεν περπατούσε, αλλά γλιστρούσε στον αέρα. Ήταν ένα παιδί ή ίσως κάτι σαν παιδί. Τα μαλλιά του ήταν φτιαγμένα από πάγο, και τα μάτια του είχαν το χρώμα του πρωινού όταν το φως πέφτει πάνω στο χιόνι. Η Μυρτώ δεν τρόμαξε. Ένιωσε μόνο μια απέραντη γαλήνη.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε.
«Είμαι ο πρώτος χιονάνθρωπος», είπε εκείνος, και η φωνή του ήταν σαν ψίθυρος από καμπανάκια.
«Έρχομαι πριν απ’ το χιόνι, για να δω αν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να το δεχτούν.»
«Να το δεχτούν;»
«Ναι», είπε χαμογελώντας. «Γιατί το χιόνι δεν είναι μόνο ομορφιά. Είναι δοκιμή. Όποιος το φοβάται, μένει έξω στο κρύο και όποιος το καλωσορίζει, βρίσκει ζεστασιά μέσα του.»
Η Μυρτώ σκέφτηκε για λίγο.
«Εγώ το περιμένω κάθε χρόνο. Νομίζω πως είναι φίλος μου.»
«Κι εγώ νομίζω πως σε άκουσε», είπε ο χιονάνθρωπος, κι άπλωσε τα χέρια του.
Από τις παλάμες του κύλησαν μικρές λευκές νιφάδες. Έπεσαν στο χώμα, κι εκεί όπου άγγιζαν, το χώμα φωτιζόταν απαλά. Η Μυρτώ γέλασε δυνατά, ένα γέλιο καθαρό, σαν να χτυπούν μικρά καμπανάκια.
«Θα το πω σε όλους! Θα σε δουν!»
«Όχι ακόμα», είπε εκείνος. «Αν με δουν όλοι, το χιόνι θα φύγει γρήγορα.
Πρώτα πρέπει να πιστέψουν, χωρίς να βλέπουν.» Κι ύστερα εξαφανίστηκε,
αφήνοντας στον αέρα εκείνο το αργόσυρτο άρωμα της πάχνης.
Το πρωί,το χωριό ξύπνησε με μια παράξενη αίσθηση πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Ο ουρανός ήταν πιο φωτεινός, ο αέρας πιο καθαρός. Η Μυρτώ
έτρεξε έξω. Το χώμα ήταν σκληρό από το κρύο, και πάνω στα παράθυρα είχαν σχηματιστεί λεπτά σχέδια πάγου, σαν μικρά άνθη.
«Θα έρθει», είπε η μικρή μέσα της. «Το νιώθω».
Τις επόμενες μέρες, όλο το χωριό άρχισε να αλλάζει. Οι άνθρωποι έμοιαζαν πιο ήρεμοι, σαν να περίμεναν κάτι κοινό. Κάποια παιδιά έφτιαξαν μικρά αγάλματα από χώμα, λέγοντας πως ήταν «πρόβες για τον χιονάνθρωπο».
Η Μυρτώ τα βοήθησε, αλλά δεν είπε τίποτα για τη συνάντησή της. Μόνο κάθε βράδυ πήγαινε στο λόφο και μιλούσε με τον άνεμο.
Μια νύχτα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, άκουσε πάλι εκείνον τον ήχο,τα
κουδουνάκια. Βγήκε στην αυλή. Ο ουρανός άνοιγε αργά, κι απ’ τα σύννεφα έπεσαν οι πρώτες νιφάδες. Μία, δύο, δέκα, χίλιες. Μέσα σε λίγα λεπτά, όλο το χωριό έγινε λευκό. Οι άνθρωποι βγήκαν στα κατώφλια, γελώντας σαν παιδιά. Κι εκεί, στη μέση της πλατείας, η Μυρτώ άπλωσε τα χέρια και άρχισε να φτιάχνει τον πρώτο χιονάνθρωπο.
Του έβαλε μάτια από κάρβουνο, μύτη από καρότο και ένα κόκκινο κασκόλ.
Όταν τελείωσε, έκανε ένα βήμα πίσω. Και τότε, για μια στιγμή, της φάνηκε πως εκείνος της χαμογέλασε. Όχι με στόμα, αλλά με όλο του το πρόσωπο.
«Σε ευχαριστώ», άκουσε μέσα της μια φωνή. «Τώρα μπορώ να μείνω.»
Το επόμενο πρωί, οι εφημερίδες της περιοχής έγραψαν πως «το χωριό ντύθηκε λευκό ύστερα από δεκαπέντε χρόνια». Μα για τη Μυρτώ, το σημαντικότερο δεν ήταν το χιόνι. Ήταν η νύχτα εκείνη, που κατάλαβε πως καμιά ευχή δεν είναι μικρή, αρκεί να ειπωθεί με καθαρή καρδιά.
Κι όταν, μετά από λίγες μέρες, ο ήλιος έλιωσε τις πρώτες νιφάδες, ο
χιονάνθρωπος δεν χάθηκε εντελώς. Στο σημείο που στεκόταν, έμεινε μια μικρή λακκούβα και μέσα της ένα κομμάτι πάγου σε σχήμα καρδιάς. Η Μυρτώ το φύλαξε μέσα σ’ ένα βάζο, πάνω στο περβάζι. Κι όταν τη ρωτούσαν τι είναι, απαντούσε:
«Είναι το κομμάτι του χειμώνα που πίστεψε σε μένα, όπως εγώ πίστεψα σ’ εκείνον.»
Μην ξεχνάτε Το χιόνι δεν πέφτει πάντα από τον ουρανό. Μερικές φορές πέφτει μέσα μας,όταν σωπαίνουμε, όταν ελπίζουμε, όταν πιστεύουμε πως κάτι καθαρό μπορεί να ξεκινήσει
ξανά. Κι αν μάθουμε να το περιμένουμε με χαρά, τότε ίσως κάθε χειμώνας να μας βρίσκει πιο έτοιμους για το θαύμα.








