Γράφει η Μαρία Συλαϊδή
(Αρθρογράφος – Συγγραφέας)

Ο χειμωνιάτικος αέρας δεν μιλάει δυνατά. Φτάνει πάντα ψιθυριστά. Πρώτα στις στέγες, μετά στα παράθυρα, ύστερα στις παιδικές παλάμες που ανοίγουν σαν να τον καλωσορίζουν. Οι άνθρωποι συχνά νομίζουν πως ο αέρας είναι απλώς κρύος, ότι έρχεται για να τους αναγκάσει να κουμπώσουν τα παλτά και να βιαστούν να κρυφτούν στο ζεστό σπίτι. Μα ο Νοέμβρης, όσοι τον έχουν ακούσει προσεκτικά, ξέρουν πως δεν είναι έτσι. Ο Νοέμβρης φέρνει έναν άλλον αέρα,τον αέρα που ταξιδεύει ιστορίες. Περνά από χωράφια, από καμινάδες, μέσα από δάση που μένουν στη σιωπή και κουβαλάει μνήμες, ευχές, λέξεις που χάθηκαν, μικρά θαύματα που γλίστρησαν ανάμεσα στις μέρες. Είναι η εποχή που αν σταθείς για λίγο ακίνητος, αν κλείσεις τα μάτια και αφήσεις τον αέρα να αγγίξει το πρόσωπό σου, μπορείς να ακούσεις μια ιστορία που δεν έχει ειπωθεί ποτέ, αλλά υπήρχε πάντα.
Μικρές συμβουλές για:
Γονείς
*Το μπουκάλι του αέρα. Γεμίστε ένα μικρό μπουκαλάκι με λίγη χρυσόσκονη και βάλτε μέσα ένα μικρό χαρτάκι με ευχή. Μπορείτε αν θέλετε να ρίξετε λίγες σταγόνες από κάποιο άρωμα στο χαρτάκι-ευχή σας. Έπειτα κλείστε το και πείτε στο παιδί σας, «Αυτό φυλάει τον αέρα των ονείρων μας».
* Οι Ευχές που Φυσούν. Σε χαρτάκια-νιφάδες γράψτε ευχές. Περάστε τις σε νήμα και κρεμάστε τις έξω από τα παράθυρα. Κάθε φορά που φυσάει, οι ευχές κινούνται σαν να τις διαβάζει ο αέρας.
Εκπαιδευτικούς
* Χάρτης του Αέρα. Σε ένα μεγάλο χαρτί, τα παιδιά ζωγραφίζουν από πού έρχεται ο αέρας,πώς κινείται,τι «κουβαλάει» (λέξεις, μυρωδιές, ιστορίες). Κάθε παιδί προσθέτει τη δική του λεπτομέρεια.
*Η Αιολική Ορχήστρα. Φτιάξτε κουδουνάκια, κορδέλες, μικρά χάρτινα ανεμόμετρα. Αφήστε τα στον προαύλιο χώρο και ηχογραφήστε τον ήχο τους. Μετά δημιουργήστε «το τραγούδι του ανέμου».
Παιδιά
*Ο Φρουρός του Ανέμου. Φτιάξε έναν μικρό ανεμοδείκτη από χαρτόνι. Όταν γυρίζει, σημείωσε σε ποια κατεύθυνση δείχνει. Ίσως από εκεί να έρχονται νέες ιστορίες.
*Το Αόρατο Ταξίδι. Κλείσε τα μάτια για 20 δευτερόλεπτα. Ό,τι μυρίσεις, ακούσεις ή νιώσεις γράψ’ το σε ένα χαρτί. Αυτό είναι το ταξίδι του ανέμου σου.
Προτάσεις Βιβλίων
*Τρέχουν, τρέχουν οι δείκτες του ρολογιού – Γκόντουιν Σαμ
Ενθαρρύνει τα παιδιά να εξερευνήσουν τον κόσμο γύρω τους, να συμμετάσχουν στο διασκεδαστικό ταξίδι του χρόνου από τα δευτερόλεπτα στα χρόνια.
*Μάγια, η μικρή νεράιδα της νύχτας – Lucy Fleming
Μια μικρή νεράιδα που μοιράζει το φως σε όποιον το έχει ανάγκη για να μη φοβάται κανένας το σκοτάδι της νύχτας.
*Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα – Grace Easton
Ένα βιβλίο για την καλοσύνη, την αλληλεγγύη και τη σπιτική θαλπωρή!
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Αέρας που έφερε τις ιστορίες

Σε ένα χωριό, πίσω από τρεις λόφους και έναν μικρό ποταμό που μοιάζει
περισσότερο με ασημένια κλωστή παρά με νερό, ζούσε η Ελένη. Η Ελένη ήταν εννιά χρονών,η ηλικία όπου οι άνθρωποι αρχίζουν να ξεχνούν τη μαγεία, αλλά εκείνη όχι. Είχε ένα χάρισμα, άκουγε τον αέρα. Όχι τον αέρα που σφυρίζει στις καμινάδες ή που χτυπά τα παράθυρα όταν θυμώνει. Άκουγε τον άλλο αέρα,εκείνον που περπατά ανάμεσα στα δέντρα σαν να τα χαϊδεύει. Εκείνον που φέρνει μυρωδιές από μέρη που δεν έχεις πάει ποτέ. Εκείνον που κουβαλάει ιστορίες σαν πολύτιμα γράμματα, και τα αφήνει εκεί όπου υπάρχει καρδιά πρόθυμη να τα πάρει.
Η Ελένη τον άκουγε από μικρή. Την πρώτη φορά που τον ένιωσε, ήταν τριών χρονών και στεκόταν δίπλα στη μητέρα της, που άπλωνε λευκά σεντόνια στον ήλιο. Ένας απαλός αέρας πέρασε ανάμεσά τους και της ψιθύρισε κάτι σαν μελωδία. Η μητέρα της δεν άκουσε τίποτα. Η Ελένη όμως γύρισε και είπε με σοβαρότητα,
«Μαμά, ο αέρας είπε πως έχει ιστορία σήμερα.» Και κάπως έτσι άρχισαν όλα.
Οι μέρες του Νοεμβρίου στο χωριό ήταν ήσυχες. Τα δέντρα έμοιαζαν να
μαζεύουν τους ήχους τους,οι άνθρωποι περπατούσαν με σκυμμένους ώμους και ο ουρανός στεκόταν χαμηλά, σαν να περίμενε κάτι. Η Ελένη αγαπούσε αυτή τη σιωπή, γιατί μέσα στη σιωπή ο αέρας μιλούσε πιο καθαρά. Κάθε απόγευμα, αφού τελείωνε τα μαθήματά της, ανέβαινε στην μικρή ανηφόρα πίσω από το παλιό πηγάδι. Εκεί, στεκόταν κάτω από τη μεγάλη μουριά που έλεγαν όλοι ότι είχε ρίζες τόσο παλιές, που άκουγαν τον χρόνο. Εκεί ο αέρας ερχόταν πάντα πρώτος. Ένα τέτοιο απόγευμα, ο ουρανός είχε πάρει ένα μολυβένιο χρώμα.
Η Ελένη στάθηκε με το πρόσωπο στραμμένο προς τους λόφους.
«Είσαι εδώ;» ρώτησε.
Ο αέρας απάντησε με ένα απαλό χάδι στο μάγουλό της.
«Σε περίμενα», είπε εκείνη.
Και τότε άκουσε τον ψίθυρο,καθαρό, λεπτό, σαν φτερό που ταξιδεύει.
«Ελένη, σήμερα έχω ιστορία.»
Τότε ήταν σαν να κόπηκε για μια στιγμή ο κόσμος. Ακόμη και τα φύλλα
σταμάτησαν να τρέμουν.
«Πες μου», είπε το κορίτσι γεμάτη αγωνία.
Και ο αέρας άρχισε.
«Παλιά, πολύ παλιά, πιο παλιά κι από τα χρόνια που θυμούνται οι γιαγιάδες σας», είπε ο αέρας, «υπήρχε ένα χωριό που ήξερε να ακούει. Ένα χωριό που δεν φοβόταν τη σιωπή. Και κάθε φορά που έπεφτε ο χειμώνας, οι άνθρωποι μαζεύονταν στον λόφο και άφηναν τον άνεμο να τους πει τι είδε στον δρόμο του.»
Η Ελένη έκλεισε τα μάτια. Μπορούσε να δει το χωριό αυτό. Τα σπίτια με χαμηλές στέγες, καμινάδες που κάπνιζαν, ανθρώπους τυλιγμένους με μάλλινα ρούχα, και παιδιά που άκουγαν με μάτια ορθάνοιχτα.
«Τι τους έλεγες τότε;» ρώτησε.
«Τους έλεγα τις ιστορίες που μάζευα. Ιστορίες από μέρη που ούτε ήξεραν πως υπάρχουν. Για δάση που τραγουδούν τη νύχτα. Για ποτάμια που κρατούν μυστικά.
Για πόλεις όπου οι άνθρωποι μιλούν με τα χρώματα.»
Η Ελένη χαμογέλασε. «Και τώρα; Γιατί δεν μας τις λες;»
Ο αέρας δεν απάντησε αμέσως. Έμοιαζε σαν να σκέφτεται, σαν να ζύγιζε κάτι μέσα στην απεραντοσύνη του. «Γιατί οι άνθρωποι μεγάλωσαν», είπε τελικά. «Και όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, κλείνουν την καρδιάς τους. Αφήνουν λίγο χώρο για τον αέρα,αλλά καθόλου χώρο για τις ιστορίες του.»
Η Ελένη έμεινε για λίγο σιωπηλή. «Εγώ όμως τις ακούω», είπε σχεδόν
ψιθυριστά.
«Γι’ αυτό ήρθα σε σένα», της απάντησε ο αέρας. «Εκεί που υπάρχει ένα παιδί που ακούει, υπάρχει και ένας κόσμος που μπορεί να ξαναγεννηθεί.»
Τις επόμενες μέρες, κάτι παράξενο άρχισε να συμβαίνει στο χωριό. Ο αέρας άλλαζε. Μια μέρα κουβαλούσε άρωμα από κανέλα, μια άλλη μυρωδιά πορτοκαλιού, σαν κάποιος να ετοίμαζε γιορτή κάπου πολύ μακριά. Άλλοτε άφηνε πάνω στα παράθυρα σχήματα από αχνιστές γραμμές που έμοιαζαν με γράμματα, σαν κάποιος να προσπάθησε να γράψει κάτι και μετά να το μετάνιωσε.
Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν γι’ αυτό.
«Φέτος ο Νοέμβρης ειναι αλλιώς», έλεγαν.
«Ίσως να αλλάζει ο καιρός», απαντούσαν οι άλλοι.
Μα η Ελένη ήξερε την αλήθεια. Ο αέρας ετοιμαζόταν να φέρει κάτι.
Ένα βράδυ, ο ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά. Ο αέρας ήρθε ορμητικός, αλλά όχι θυμωμένος. Ήταν σαν κάποιος που βιαζόταν να πει μια ιστορία που δεν χωρούσε στον χρόνο.
«Ελένη!»
Η φωνή του ήταν καθαρή, χιλιάδες μικρά φύλλα που ψιθύριζαν το όνομά της. Το κορίτσι βγήκε τρέχοντας στην αυλή.
«Ήρθε η ώρα», είπε ο αέρας. «Ήρθε η ώρα για την ιστορία που φυλάω χρόνια.»
Και τότε ξεκίνησε να λέει τη μεγαλύτερη ιστορία που είχε πει ποτέ. Μια ιστορία για έναν χειμώνα που έσωσε ένα χωριό. Για έναν ταξιδευτή που έγραφε με τον αέρα αντί με μελάνι και για μια μικρή φλόγα που δεν έσβηνε ποτέ, γιατί ζούσε σε καρδιά παιδιού. Η Ελένη άκουγε χωρίς να κουνιέται. Ο αέρας τυλιγόταν γύρω της σαν μαντήλι και για μια στιγμή, το χωριό ολόκληρο έμοιαζε να σταματά.
Όταν τελείωσε, ο αέρας της είπε: «Κράτα την ιστορία. Μην την αφήσεις να χαθεί.
Κάποια στιγμή, οι άνθρωποι θα την χρειαστούν.» Κι ύστερα έφυγε ήρεμα, σαν να είχε κάνει το χρέος του.
Το επόμενο πρωί η Ελένη βγήκε στον λόφο. Εκεί όπου στεκόταν χθες, υπήρχε τώρα κάτι μικρό. Ένα φύλλο που δεν ανήκε σε κανένα δέντρο του χωριού. Ήταν λευκό, λεπτό σαν φτερό και έγραφε πάνω με χρυσά γράμματα:
«Οι ιστορίες ταξιδεύουν πάντα με τον άνεμο. Αρκεί ένα παιδί να τις πιάσει.»
Η Ελένη το κράτησε στο στήθος της και χαμογέλασε γιατί ήξερε πως κάποτε, όταν οι άνθρωποι θα ξεχνούσαν ξανά, εκείνη θα θυμόταν. Και ο αέρας; Ο αέρας συνέχισε να ταξιδεύει. Μόνο που από εκείνη τη μέρα και μετά, όποτε περνούσε από το χωριό, κουβαλούσε πάντα ένα ψίθυρο:
«Αυτή είναι η Ελένη,το παιδί που άκουσε τις ιστορίες.»
Μην ξεχνάτε, μερικές ιστορίες ψάχνουν μια καρδιά ανοιχτή. Κι όπως ο άνεμος βρίσκει πάντα τον δρόμο του, έτσι και η ελπίδα βρίσκει πάντα εκείνον που είναι έτοιμος να την ακούσει.








