Γράφει η Μαρία Συλαϊδή
(Μαρία Συλαϊδή
Συγγραφέας, αρθρογράφος)

Τα απογεύματα στα παλιά χωριά είχαν μια ξεχωριστή σιωπή. Όχι γιατί δεν ακουγόταν τίποτα, αλλά γιατί οι φωνές γίνονταν ψίθυροι και οι ψίθυροι μαγεία.
Η γιαγιά καθόταν στην ψάθινη καρέκλα, με μια κούπα ζεστό χαμομήλι και ένα τσεμπέρι μυρωμένο λεβάντα. Γύρω της, τρία μικρά ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν, εγγόνια διψασμένα για όνειρα. Άνοιγε το στόμα της και, σαν να φύσαγε μαγικός αέρας, ξεκινούσε εκείνη τη
μαγεία που μόνο εκείνη ήξερε:
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα πεφταστέρι που χάθηκε στη λίμνη…»
Δεν είχε βιβλία, δεν είχε εικόνες, μόνο λέξεις, τόνους και βλέμμα. Και κάθε λέξη της ήταν ένα κουμπί που ξεκούμπωνε την πραγματικότητα και έντυνε τα παιδιά με φαντασία.
Κάθε ιστορία ξεκινούσε από τη φύση. Έναν βάτραχο στην αυλή. Ένα φύλλο που έπεφτε.
Ένα τραγούδι που ακουγόταν από μακριά. Έπλαθε κόσμους, κι όταν το παραμύθι τελείωνε, εκείνα είχαν ήδη ταξιδέψει.

Από τότε στο τώρα
Τα παραμύθια δεν ήταν ποτέ απλώς ιστορίες. Ήταν εργαλεία ανακούφισης, ενδυνάμωσης και φροντίδας. Ήταν τρόποι να πεις στα παιδιά δύσκολες αλήθειες με τρόπο τρυφερό. Να τους μάθεις να περιμένουν, να ελπίζουν, να επιμένουν.
Σήμερα, η ανάγκη για παραμύθι δεν έχει σβήσει. Αντίθετα, έχει μεγαλώσει. Τα παιδιά περιτριγυρίζονται από εικόνες και ήχους, αλλά όχι πάντα από νόημα. Και η φαντασία, το πιο δυνατό τους φτερό,έχει συχνά ξεχαστεί στο συρτάρι. Όμως ένα παραμύθι ακόμα και σήμερα
μπορεί να είναι καταφύγιο. Μπορεί να γίνει καθρέφτης, σκάλα, κλειδί. Ειδικά όταν ειπωθεί με αγάπη.
Κλασικά παραμύθια με δύναμη ψυχής
1. Το Ασχημόπαπο – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Ένα παραμύθι για την αποδοχή, τη διαφορετικότητα και την προσωπική μεταμόρφωση. Ένα
παιδί που νιώθει «εκτός» μπορεί να βρει στον ήρωα έναν καθρέφτη και μια υπόσχεση ότι ο
χρόνος και η αγάπη το μεταμορφώνουν.
2. Η Κοκκινοσκουφίτσα – Αδελφοί Γκριμ

Περισσότερο από μια ιστορία κινδύνου, είναι ένα μάθημα για την εμπιστοσύνη, την επίγνωση
και τη δύναμη που μπορεί να βρει το παιδί μέσα του απέναντι στο άγνωστο.
3. Ο Πινόκιο – Κάρλο Κολόντι

Η σημασία της ειλικρίνειας, της συνείδησης και της πορείας προς την αλήθεια. Ένα παιδί μαθαίνει ότι κάθε λάθος μπορεί να οδηγήσει στην ωρίμανση, αν έχει την ευκαιρία να μάθει από αυτό.
Τι προσφέρει ένα παραμύθι σήμερα στο παιδί:
Ενδυνάμωση συναισθηματική: Το παιδί αναγνωρίζει συναισθήματα, τα κατονομάζει και μαθαίνει ότι δεν είναι μόνο του.
Καλλιέργεια ενσυναίσθησης:
Μέσα από χαρακτήρες και διαλόγους, μαθαίνει να “μπαίνει στα
παπούτσια” των άλλων.
Ανάπτυξη φαντασίας:
Ενεργοποιεί το δημιουργικό μυαλό, θεμέλιο για τη λύση προβλημάτων και το χτίσιμο ταυτότητας. Εσωτερική καθοδήγηση: Τα παραμύθια δρουν σαν εσωτερικοί σύμβουλοι. Μιλούν χωρίς να κηρύττουν.
Tips για γονείς, εκπαιδευτικούς & παιδιά Γονείς:
Διαβάστε ή πείτε ένα παραμύθι με φως χαμηλό και φωνή γλυκιά. Μην διακόπτετε για
εξηγήσεις,αφήστε το παιδί να νιώσει.
Κρατήστε ένα «κουτί παραμυθιού» με αντικείμενα: ένα βότσαλο, μια κορδέλα, ένα παλιό ρολόι. Ξεκινήστε ιστορίες απ’ αυτά.
Ρωτήστε μετά: «Τι ένιωσες όταν ο ήρωας…;», χωρίς να κρίνετε την απάντηση.
Χρησιμοποιήστε το παραμύθι ως βάση για δραστηριότητες: ζωγραφική, θέατρο, γράψιμο.
Ενισχύστε τη φωνή των παιδιών. Αφήστε τα να συνεχίσουν το παραμύθι με δικό τους τέλος.
Φέρτε παραμύθια από άλλους πολιτισμούς,η πολυφωνία γεννά ενσυναίσθηση.
Παιδιά:
Φτιάξτε το δικό σας παραμύθι. Δώστε του ήρωες, πρόβλημα και φως.
Ζητήστε από τη γιαγιά ή τον παππού να σας πουν ένα δικό τους.
Μην φοβηθείτε να «είστε» ο ήρωας, μέσα στα παραμύθια σας κρύβεται το δικό σας μέλλον.
Γιατί τα παραμύθια δεν πεθαίνουν ποτέ;
Μπορεί να άλλαξε ο τρόπος που λέγονται. Μπορεί να μπήκαν σε σελίδες, σε tablet, σε podcast. Μα η ουσία δεν άλλαξε. Το παραμύθι είναι η πρώτη γλώσσα που μιλάει η καρδιά.
Και όσο υπάρχουν παιδιά, γιαγιάδες, γονείς και εκπαιδευτικοί που δεν φοβούνται να καθίσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να πουν: “Μια φορά κι έναν καιρό…”, τότε ο κόσμος θα έχει πάντα ελπίδα.
«Μικρές δόσεις μαγείας» (Διήγημα)
Η ώρα ήταν λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος. Η αυλή μύριζε αρμπαρόριζα, η γάτα τεντωνόταν νωχελικά στο κατώφλι, και η γιαγιά,όρθια σαν δέντρο με ρίζες στην καρδιά του σπιτιού, έστρωνε τη μικρή κουβέρτα κάτω από τη μουριά. Ήταν το δικό της χαλί της ιστορίας.
Τα τρία εγγόνια έτρεχαν με τα γόνατα γρατζουνισμένα απ’ τα παιχνίδια, αλλά μόλις την
έβλεπαν να ακουμπά το φλιτζάνι της στο χώμα, πάγωναν. Έπαιρναν θέση γύρω της, λες και μπαίνανε σ’ έναν ιερό κύκλο.
Η γιαγιά άνοιγε το στόμα της και καμιά φορά δεν έλεγε ούτε λέξη. Μόνο χαμογελούσε, άφηνε τα μάτια της να ταξιδέψουν ψηλά, σαν να ρωτούσε τα σύννεφα τι ιστορία να πει απόψε. Τα παιδιά κρατούσαν την ανάσα τους. Ήξεραν,αυτό δεν ήταν ώρα για ερωτήσεις.
Ήταν ώρα να αφεθούν.
«Μια φορά κι έναν καιρό…»
Η φωνή της δεν ήταν απλώς φωνή. Ήταν καμπάνα σε μακρινό χωριό, ήταν ψίθυρος νερού μέσα σε πηγάδι, ήταν άνεμος που περνούσε απ’ τα δέντρα και σου ’λεγε μυστικά.
Η μικρή Αθανασία κρατούσε ένα κουμπί στα χέρια της. Το είχε βρει στην τσέπη της γιαγιάς.
Ήταν απ’ το παλτό της, το παλιό, το λουστρινένιο. Το έσφιγγε στην παλάμη της και κάθε τόσο το κοίταζε. Η γιαγιά είχε πει χθες πως ένα κουμπί μπορεί να ανοίξει πόρτες, αν το πιστέψεις.
Ο μικρός Κωνσταντίνος καθόταν πάντα δίπλα στη γιαγιά, τόσο κοντά που άκουγε την ανάσα της. Πολλές φορές του είχε πει η γιαγιά: «Αν θες να θυμάσαι το παραμύθι, να με κοιτάς στα μάτια. Εκεί το φυλάω».
Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος, καθόταν λίγο πιο πέρα, δήθεν αδιάφορος, με ένα ξυλαράκι στο χέρι, ζωγραφίζοντας κύκλους στο χώμα. Μα μόλις άκουγε τις λέξεις «κι έτσι, το μικρό παιδί πήρε το φως του και…», σταματούσε, λες και μια αόρατη δύναμη τον τραβούσε μέσα στη
σκηνή.
Η γιαγιά δεν έλεγε ποτέ παραμύθια με δράκους και μάγισσες, αν και τα αγαπούσαν. Έλεγε για μια πέτρα που μιλούσε. Για ένα παιδί που είχε λουλούδια στη φωνή του. Για έναν ήλιο
που είχε ξεχάσει να δύσει και πήγε να βρει τη γιαγιά να τον μάθει ξανά πώς. Οι ιστορίες της ήταν απλές και τόσο παράξενες που έμοιαζαν αληθινές. Κάθε φράση που έλεγε, την άπλωνε σαν μαντήλι στον αέρα. Μιλούσε αργά, με ρυθμό, με σταματήματα που κρατούσαν την
ανάσα. Τα παιδιά κρέμονταν απ’ τα χείλη της, όχι μεταφορικά,κυριολεκτικά. Έγειραν μπροστά, σαν να μπορούσαν να πιάσουν τις λέξεις πριν πέσουν στο χώμα.
Κάποτε η Αθανασία είχε ρωτήσει:
«Γιαγιά, αυτά τα παραμύθια, τα ξέρεις από βιβλίο;»
Και η γιαγιά είχε χαμογελάσει και είπε:
«Όχι, καρδούλα μου. Αυτά τα λέει η καρδιά. Μόνο εκείνη τα θυμάται όπως πρέπει.»
Τα βράδια μετά τα παραμύθια, η γιαγιά τα σκέπαζε και τους έλεγε: «Να θυμάστε, κάθε ιστορία που λέμε, χτίζει ένα κομμάτι του εαυτού σας. Σήμερα μπορεί να γελάτε. Αύριο, όμως, όταν κάτι σας πονέσει, μια λέξη απόψε θα σας κρατήσει.»
Και πράγματι, χρόνια μετά, η Αθανασία έγραφε ιστορίες σε τετράδια με σκισμένα εξώφυλλα.
Ο Κωνσταντίνος αφηγούταν παραμύθια στα παιδιά που φρόντιζε.. Ο Γιάννης έφτιαχνε σκηνικά κουκλοθέατρου και κάθε φορά που ζωγράφιζε, ξεκινούσε με έναν κύκλο στο χώμα, όπως τότε.
Γιατί το παραμύθι της γιαγιάς δεν τελείωσε εκείνο το απόγευμα. Κάθε λέξη της, κάθε σιωπή, κάθε βλέμμα, είχε φυτευτεί στις ψυχές τους σαν σπόρος. Και τώρα άνθιζε.
Και όταν ρωτούσαν τη γιαγιά τι σημαίνουν όλα αυτά τα παραμύθια, εκείνη απαντούσε ήσυχα, ενώ γύριζε το φλιτζάνι της:
«Σημαινουν πως όσο υπάρχουν παιδιά που ακούν, και γιαγιάδες που θυμούνται,ο κόσμος
έχει ελπίδα.»
Μην ξεχνάτε…
Τα παραμύθια δεν είναι απλώς «για παιδιά». Είναι το πιο απαλό αλλά και το πιο στιβαρό
όχημα για να περάσει η ελπίδα και η σοφία από γενιά σε γενιά. Όσο υπάρχει μια φωνή που
αφηγείται και ένα ζευγάρι μάτια που την ακούει με θαυμασμό, υπάρχει μέλλον.
Κι αν με ρωτήσεις τι είναι τελικά ένα παραμύθι, θα σου πω, είναι το χέρι της γιαγιάς όταν σε
σκεπάζει με λέξεις.
«Οι ιστορίες που λέμε στα παιδιά είναι οι ρίζες του μέλλοντος».








