Γράφει η Αρχοντούλα Χ. Αλεξανδροπούλου
Εκπαιδευτικός-Μεταφράστρια
Πάντα «Καθ’ οδόν»
από τον Πύργο στο Αγρίνιο
και πάλι πίσω…
Θεοφανίων Ανήμερα.
Ημέρα χαράς. Γεμάτη από το λαμπερότερο φως του Ήλιου, του πανάρχαιου θεού της Ήλιδας, ένα φως που ήρθε κι μάς ξύπνησε με την Ανατολή χαρμόσυνα, ως άλλο θείο δώρο, αντάμα μ’ εκείνο της Βάπτισης και του Αγιασμού ανθρώπων, Γης και Υδάτων.
Μόνο που, σε τέτοιες ημέρες φανέρωσης, δεν μπορείς να επιλέξεις τι ακριβώς θα φανερωθεί, πού και πότε.
Για εμάς, τα Θεοφάνια ήταν πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένα με το νερό. Όχι το συμβολικό μέσα στον ναό. Αλλά εκείνο της θάλασσας. Και, αναπόφευκτα, τα συνδέαμε πάντα με το λιμάνι του Κατακόλου, με τη λειτουργία στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και την ρίψη του Σταυρού από την προκυμαία μπροστά από τα αγαπημένα πολύχρωμα κτίρια του Κατακόλου, με τους βουτηχτές να περιμένουν με λαχτάρα γύρω από τον μητροπολίτη κι εμάς μαζεμένους να το απολαύσουμε. Κάθε χρόνο, μέχρι φέτος.
Φέτος η μέρα μάς ξημέρωσε αναπάντεχα ηλιόλουστη για τις προβλέψεις, αλλά και παγερή. Πιο παγερή από άλλες φορές. Στριμωχτήκαμε έξω από το εκκλησάκι περιμένοντας να τελειώσει η εορτάσιμη λειτουργία για να πάρουμε τον Αγιασμό μας και να ακολουθήσουμε την πομπή ως τη μέση της προκυμαίας.
Και τότε ήταν που άρχισαν τα προβλήματα. Διότι η πομπή δεν σταμάτησε στη μέση της προκυμαίας, παρά συνέχισε τον γοργό της ρυθμό μέσα στην παγωνιά προς τον μώλο, στο σημείο που κανονικά ελλιμενίζονται τα κρουαζιερόπλοια. Φθάνοντας, η πομπή επισήμων και κόσμου πέρασε την περίφραξη και οι μεν επίσημοι κατευθύνθηκαν προς τη θαλαμηγό Christina O που βρισκόταν αραγμένη εκεί, ενώ ο κόσμος άρχισε να συρρέει και να απλώνεται σε ένα Γ ΄πίσω από τους κολυμβητές που περίμεναν τρέμοντας τη ρίψη του σταυρού.
Όλα καλά μέχρι εδώ, ως τη στιγμή που, μόλις ο μισός κόσμος μπήκε στο χώρο του μώλου, ο άλλος μισός, δηλαδή εμείς και όσοι έρχονταν πίσω μας, είδαμε την καγκελόγφραχτη πύλη να κλείνει και να μας απαγορεύουν την είσοδο.
— Μα τί κάνετε εκεί; Αφήστε μας να μπούμε!
— Δεν γίνεται, κυρία μου, έχουμε λίστα.
Πρώτο φάουλ. Ο κύριος που μίλησε για «λίστα» ήταν μέλος της δημοτικής μας αστυνομίας. Δηλαδή του Δήμου Πύργου. Σίγουρα είχαν λίστα. Για τη θαλαμηγό. Εκείνο το λευκό σιδερένιο απομεινάρι μιας ζωής όπου υπάρχουν ακόμη πατρίκιοι και πληβείοι. Το θέμα, όμως, αγαπητοί μου, είναι πως κανείς μας εκείνη την ώρα δεν ασχολήθηκε με τη θαλαμηγό. Δεν μάς ενδιέφερε. Τα παιδιά να βουτούν στο νερό θέλαμε να δούμε. Την παράδοσή μας. Τον Μητροπολίτη μας να πετά τον σταυρό. Πατώντας, εμείς οι πληβείοι, στο λιμάνι το δικό μας, του Δήμου μας.
Τα σώματα φράξανε την πόρτα να μην κλείσει, βάλαμε τις φωνές. Τέτοια μέρα. Μακάρι να ήξερα το όνομα του ανθρώπου που τους φώναξε ονομαστικά να βάλουν τον κόσμο μέσα κι έτσι άνοιξαν, απρόθυμα να τονιστεί, γατί προσπαθούσαν να μάς πείσουν πως έπρεπε να περπατήσουμε κι άλλο μέσα στον αέρα που θέριζε και να πάμε πέρα απέναντι στον βραχίονα να βλέπουμε «λέει» καλύτερα.
Να το πω φασιστικό; Θα το πω. Να πω ότι δεν το περίμενα; Όχι δεν το περίμενα. Θα μπορούσα να τους είχα φωτογραφήσει. Δεν το έκανα. Δεν ευθύνονταν οι ίδιοι, αλλά όποιος τους έδωσε εντολή να κλείσουν την πύλη.
Πώς ένοιωσα εκείνη την ώρα; Ανεπιθύμητη. Πώς το έλεγε ο George Orwell στη «Φάρμα των Ζώων»; «Είμαστε όλοι ίσοι, αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους». Κάπως έτσι ένιωσα.
Άνοιξε, λοιπόν, η καγκελόπορτα και πήγαμε και σταθήκαμε πίσω από τους κολυμβητές που έτρεμαν. Και αρχικά χαρήκαμε που τα καταφέραμε. Αλλά το σημείο που είχε σταθεί ο Μητροπολίτης με το σταυρό ήταν πολύ ψηλά, το σημείο που βρισκόταν η θαλαμηγός ήταν πολύ βαθιά και το σημείο που στέκονταν οι βουτηχτές μας πολύ μακριά από εκεί που έπεσε ο σταυρός σε σχέση με τις άλλες φορές. Πολύ μακριά. Τρία σημεία. Το τρίγωνο των βερμούδων, που, εννοείται κατάπιε τον σταυρό και την κορδέλα του. Δεύτερο φάουλ, για το οποίο δεν ευθύνονταν οι κολυμβητές, οι οποίοι πέρασαν μέσα στο παγερό νερό πολύ περισσότερη ώρα από άλλες χρονιές, ψάχνοντας μάταια.
Το ότι τον βρήκαν εν τέλει δύτες μετά το πέρας της όλης διαδικασίας δεν ακυρώνει τα λάθη που έγιναν. Δεν ξέρω αν το γνωρίζουν οι επίσημοί μας, αλλά η μέρα εκείνη δεν ανήκει στους ίδιους. Ανήκει πρώτα στο Θεό, μετά στον κόσμο και τέλος στους κολυμβητές, που στα μάτια μου είναι όλοι νικητές φέτος για την προσπάθειά τους και μόνο.
Άντε, και του χρόνου με Υγεία, Αγάπη και περισσότερη Μελέτη.