Επιμέλεια:
Θεόδωρος Λάμπρος
Η περίοδος από το 1920 έως το 1933 στις ΗΠΑ, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η Παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης είχε ξεκινήσει στις αρχές του 19ου αιώνα και ήδη ως το 1850 αρκετές Πολιτείες, κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν η απαγόρευαν τη διάθεση αλκοολούχων ποτών. Η πρωτοβουλία ανήκε σε θρησκευτικές προτεσταντικές οργανώσεις, κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος.
Γρήγορα, σχηματίσθηκαν δυο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, «Η Ενωση κατά των Σαλούν» και «Η Ενωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια».
Μέλη των δυο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το κόμμα της Απαγόρευσης που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους. Το 1879 ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε Κυβερνήτης του Κάνσας και τέσσερα χρόνια αργότερα το Κάνσας έγινε η πρώτη Πολιτεία στην Αμερική που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του κόμματος της Απαγόρευσης και έλαβε 150.369 ψήφους. Ο σπόρος της ποτοαπαγόρευσης είχε ριφθεί.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν μη πατριωτική πράξη τη χρησιμοποίηση δημητριακών για τη παραγωγή αλκοολούχων ποτών και όχι τροφίμων. Πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες Γερμανικής κατοχής, γεγονός που επαύξησε τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών. Επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, (Ροκφέλερ, Φορντ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.00 δολάρια «Στην Ένωση κατά των Σαλούν»
Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 των 75% των Πολιτειών είχε ευθυγραμμιστεί με την 18η τροποποίηση του Συντάγματος, που απαγόρευσε την πώληση η διακίνηση αλκοολούχων ποτών (16 Ιανουαρίου 1919).
Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου 1920, τέθηκε σε ισχύ με τον νόμο Βόλνστιντ. Ήταν η ληξιαρχική πράξη για την έναρξη της ποτοαπαγόρευσης.
Μαύρη αγορά στο αλκοόλ
Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και η μαύρη αγορά άρχιζε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ.
Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000 σχεδόν, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ – ποτοαπαγόρευσης εποχή. Η διαφθορά στους κόλπους τη αστυνομίας κάλπαζε καθώς οι πειρασμοί για τους περισσότερους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι.
Ο διάσημος γκάνγκστερ Αλ Καπόνε κόμπαζε ότι είχε στο μισθολόγιο του τη μισή αστυνομία του Σικάγου. Πολλοί γιατροί θυσαύριζαν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους, που ήταν νόμιμο και διατίθεντο στα φαρμακεία. Οι παράνομοι διακινητές έγιναν λαϊκοί ήρωες καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως ήταν η εποχή της μεγάλης ύφεσης («Κραχ»).
(Κατά την διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ η μαύρη αγορά άρχιζε να ανθίζει, το έγκλημα να κινείται ανοδικά και οι οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η διαφθορά στους κόλπους τη αστυνομίας κάλπαζε καθώς οι πειρασμοί για τους περισσότερους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι. Ο διαβόητος γκάνγκστερ Αλ Καπόνε που διακρίνεται στο μέσον της φωτογραφίας κόμπαζε ότι είχε στο μισθολόγιο του τη μισή αστυνομία του Σικάγου).
Μεγάλες ήταν οι δημοσιονομικές απώλειες, καθώς η φορολόγηση του αλκοόλ έφερνε «ζεστό» χρήμα στα κρατικά ταμεία. Υπολογίστηκε ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία του αλκοόλ.
Στα θετικά της ποτοαπαγόρευσης ήταν η δραστική μείωση των θανάτων
Από ασθένειες σχετιζόμενες με το αλκοόλ, όπως και η πτώση της συναφούς εγκληματικότητας. Όμως, επτά χρόνια μετά την επιβολή της ποτοαπαγόρευσης οι θάνατοι άρχισαν να αυξάνονται, ενώ τα ποτά – μπόμπες, συνέβαλαν στη σημαντική άνοδο των τυφλώσεων και των παραλύσεων.
Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης. Στις προεδρικές εκλογές του 1932, ο Δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, λάτρης του μαρτίνι συμπεριέλαβε στο πρόγραμμα του την άρση της ποτοαπαγόρευσης. Έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου 1933, η ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης τροποποίησης του Συντάγματος. Το Μισισσιπί ήταν η τελευταία Πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.