Της Καλλιόπης Ι. Δημητροπούλου
(Φιλόλογος, συγγραφέας)
(H Μπουμπουλίνα στο πλοίο «Αγαμέμνων», πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Peter von Hess)
Γεννήθηκε στου τόξου την ακίδα, για να πυρώνει πέτρα. Ψιθυριστά κι ασύντακτα τραβούσε μες στον χρόνο, με εκείνα τα σκαμπρόζικα αστεία τής ψυχής της για να γητεύει τον πόνο και τον πόλεμο. Για να ξορκίζει του κατακτητή το πολεμόχαρο γινάτι, να καίει του τύραννου το φονικό το χέρι, του οχτρού το άγριο φέσι.
“Γυναίκα της Ζάκυθος”, γυναίκα από το Ανάπλι. Στη μια μασχάλη κρατούσε τη μπαρούτη και τα άρματα κι από την άλλη έσφιγγε το ακριβό παιδί της. Όταν τρίζει τα δόντια του το φονικό της μάχης ακριβαίνει το νιάτο και ο λεβέντης. Μα το βάφτιζε και το ‘χριζε η μάνα του, υψηλό της λάβαρο και το ‘στελνε στον πόλεμο να σώσει, να φάει και να φαγωθεί.
Γυναίκα του Μεσολογγιού, γυναίκα από το ακριβό το Σούλι. Κρατούσε το γιαταγάνι της και από τις δυο του κόψεις και θέριζε βουνά και κάμπους. Φορούσε στα μάτια της τη μάνα Παναγιά για να αγναντεύει θάματα. Εκείνη ο ζευγάς εκείνη και η σπορά. Την έβλεπα να σπέρνει βόλια σε τόπους χλοερούς. Την άκουγα να ψέλνει άσματα δημοτικά από καημούς και από φως, να τραγουδά θαλασσινό τριφύλλι.
Γυναίκα των μαχών, των μπαρουτόμυλων γυναίκα. Φορούσε στα μάτια της την προκυμαία για να αγναντεύει κύματα. Κι ήταν η Λασκαρίνα με τους σαράντα πήχεις στέρνο, σαν το λάβρο το καμίνι, για να πυρπολεί όλη τη φρίκη του πολέμου, για να χωρά όλη τη μαχόμενη Ελλάδα με τα φουσέκια και τη γλυκιά μπαρούτη. Κι ήταν η μάνα του Κίτσου, ήταν η Μαντώ, η Λένω Μπότσαρη, η Δόμνα. Ήταν η Δέσπω, η κυρά Βασιλική, στα Γιάννενα η κυρά Φροσύνη. Ήταν του Θοδωράκη η μάνα.