Επιμέλεια:
Θοδωρής Λάμπρος
([email protected])
Μετά τον θάνατο του Γεώργιου Καραϊσκάκη, η επανάσταση τρεμόσβηνε. Ο Ρουμελιώτικος στρατός σκορπούσε. Η Αθήνα έπεφτε. Ο Κιουταχής μάζευε σωρούς τα προσκυνοχάρτια. Ο Παπουλάκος, ένας λάγνος και φιλοχρήματος καλόγερος , εκήρυττε ότι ο μόνος τρόπος, να σωθούν οι Έλληνες είναι να μην πολεμάνε τους Αραπάδες. Ο Νενέκος, καπετάνιος από τη Ζουμπάτα, που είχε τοπικές αντιζηλίες με άλλους καπεταναίους, εξαγορασμένος από τους αραπάδες, έδωσε το σύνθημα της υποταγής. Ο Γρίβας και ο Φωτομάρσας, που κρατούσαν τα κάστρα του Αναπλιού δεν τ’ άφησαν στην καινούργια Κυβέρνηση και στο τέλος ήσαν σε εμπόλεμη ρήξη που κράτησε εννέα μέρες. Η κατάσταση σώθηκε μόνο από την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα του Κολοκοτρώνη. Αλύγιστος ο Γέρος σήκωσε τ΄ άρματα κατά της προδοσίας. Σύνθημά του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Και από τότε έμεινε ο λόγος.