
Ο αγνός αγωνιστής Αθανάσιος Διάκος ανήκει σε μια κατηγορία οπλαρχηγών που ανήλθαν στο αρματολικό αξίωμα με την αξία τους και όχι κληρονομικώ δικαιώματι.

Γεννήθηκε στο χωριό Μουσουνίτσα Παρνασσίδας και “έκλινε, δεκαεπταετής ων, γόνυ μετανοίας εν τω μοναστηρίω του Αγίου Ιωάννου του Πρόδρομουμ κειμένω κατά Ερίνεον (την Αρτοτήναν)”.
Ασπάστηκε τον μοναχικό βίο ως καλογεροπαίδι στην αρχή και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος.
Μαρτυρείται οτι ο Φερχάτ Αγάς, πλούσιος Τούρκος της Δωρίδας “συνέλαβε την σατανικήν επιθυμία να ιδή εκ του πλησίον τον περίφημον διά το σπάνιον αυτού κάλλους Αθανάσιον, όστις άγγελος έλαμπε εν τη μονή”.
Με προτροπή των υπολοίπων μοναχών, ο νεαρός Αθανάσιος αποχώρησε από το μοναστήρι και κατέφυγε στα βουνά όπου εντάχθηκε στην ομάδα του Γούλα και του Σκαλτσά. Θέλοντας , όμως, να μεταφέρει στον Φερχάτ το μήνυμα οτι είχαν ανοιχτούς λογαρσιαμούς, του έστειλε απειλητική επιστολή, στην οποία εσώκλεισε το κομμένο καλογερικό γένι του, για να του δείξει ότι άλλαξε ζωήκαι πήρε τα όπλα.
Έπειτα από καιρό έγινε δεκτός στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου συνυπηρέτησε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Το 1816, όταν ο Οδυσσέας διορίστηκε οπλαρχηγός της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Ξεχώριζε από τα άλλα παλικάρια στη σωματική δύναμη, στην ταχύτητα, στο άλμα και στο λιθάρι. Είχε όλα τα προσόντα, συνδύαζε ομορφιά, φρόνηση και καλό χαρακτήρα.
“Ήτο αγγελόμορφος το σώμα και την καρδίαν και την διάνοιαν. Ήτο Απόλλων την μορφήν και άγγελος κατά τα έργα”.