Αγαπητοί γονείς,
Όπως ίσως έχετε ενημερωθεί ήδη από το σχολείο σας, στις 10 Μαΐου 6.000 παιδιά
Στ΄Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου θα εξεταστούν στον «ελληνικό διαγωνισμό PISA» στα
μαθήματα της Γλώσσας και των Μαθηματικών. Η διεξαγωγή του διαγωνισμού αυτού γίνεται
με βάση το νόμο 4823/21 για την εκπαίδευση. Φέτος, όπως και την προηγούμενη χρονιά, θα
γίνει σε 300 δημοτικά και 300 γυμνάσια σε όλη τη χώρα.
Ο διαγωνισμός αυτός δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται εδώ και πολλά χρόνια σε διεθνές επίπεδο,
για να συγκρίνει τα εκπαιδευτικά συστήματα από πολλές χώρες και να «παρθούν μέτρα» για
αλλαγές. Ίσως να έχετε διαβάσει ότι κάθε φορά που ανακοινώνονται τα αποτελέσματά του
«η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις». Τι σημαίνει όμως στην πραγματικότητα
αυτό; Σε τι έχει βελτιώσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, την εκπαίδευση των παιδιών
σας;
Η απάντησή μας είναι καθαρή: όχι μόνο δεν το έχει βελτιώσει αλλά το έχει
χειροτερεύσει. Ο ΟΟΣΑ (ο διεθνής οργανισμός που διεξάγει τον διαγωνισμό) και οι
κυβερνήσεις λένε ότι φταίει το δημόσιο σχολείο για τις «χαμηλές επιδόσεις», άρα πρέπει να
«πάρουμε μέτρα» που θα αλλάζει εντελώς το χαρακτήρα του: περισσότερες εξετάσεις,
περισσότερη και δυσκολότερη ύλη που δεν ανταποκρίνεται στις δυνατότητες και
στις ανάγκες των παιδιών της κάθε ηλικίας, λιγότερη ουσιαστική γνώση και
περισσότερα προγράμματα και κατάρτιση «μιας χρήσης», λιγότερη χρηματοδότηση
έτσι ώστε τα σχολεία να κυνηγούν χορηγούς.
Το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να «μεταφέρει» αυτό τον διαγωνισμό μεταξύ των
σχολείων της χώρας μας. Από την πρώτη στιγμή οι εκπαιδευτικοί είπαμε όχι στη
διεξαγωγή του. Το Υπουργείο θα προσπαθήσει να σας πείσει ότι είναι για το «καλό των
παιδιών σας», ότι «με βάση τα αποτελέσματά του θα βελτιώσουμε την εκπαίδευση», ότι είναι
διαγωνισμός «ανώνυμος και αντικειμενικός» άρα δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε. Χωρίς να
παίρνει καν υπόψη ότι τα παιδιά μας έχουν βγει από μια δύσκολη, μακρόχρονη
διαδικασία κλειστών σχολείων και τηλε-«εκπαίδευσης» λόγω της πανδημίας, και που
όλοι αναγνωρίζουν τα κενά στη μάθηση που αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει.
Μια διαδικασία που συνεχίστηκε και τη φετινή σχολική χρονιά, με πολλές και συχνές
απουσίες μαθητών και εκπαιδευτικών , αποτέλεσμα των ανύπαρκτων μέτρων για την
αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η απάντηση του ΟΟΣΑ, της ΕΕ αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις
ανισότητες και στην αποτύπωσή τους στα αποτελέσματα των διαγνωστικών
εξετάσεων, είναι ο διαχωρισμός των μαθητών και η διοχέτευση αυτών που
προέρχονται από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε σχολεία υποβαθμισμένα.
Έχει αποδειχθεί σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκε, ότι αυτή η τακτική λειτουργεί ως
«αυτοεκπληρούμενη προφητεία» για αυτούς τους μαθητές: όχι μόνο δε βοηθά στη
γνωστική ανάπτυξη αυτών των μαθητών , αλλά πολύ περισσότερο δε λειαίνει τις ταξικές
ανισότητες, όπως οι ίδιοι ευαγγελίζονται, αλλά τις αποτυπώνει, παγιώνοντάς τες. Πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ, ο μαθητές τοποθετούνται σε
τμήματα στο Δημοτικό Σχολείο με βάση την επίδοσή τους στη γραφή και την ανάγνωση.
Εννιά στους δέκα μαθητές που τοποθετούνται στο χαμηλό επίπεδο, παραμένουν και
αποφοιτούν από αυτό. Γι’ αυτή την προοπτική ανοίγουν δρόμο!
Ειδικά εμάς τους εκπαιδευτικούς πολύ συχνά μας κατηγορούν ότι είμαστε αντίθετοι
στην αξιολόγηση. Απέναντι λοιπόν στη μομφή ότι δε θέλετε εξετάσεις, δε θέλετε να
αξιολογηθεί η δουλειά σας, απαντάμε: πώς μπορεί και γιατί να είναι μετρήσιμο με τέτοιου
τύπου ποσοτικούς δείκτες το αποτέλεσμα της διδασκαλίας; Με τέτοιου είδους κλίμακες και
«διαγωνισμούς» ανοίγουν σήμερα το δρόμο ώστε, σε συνδυασμό με την εφαρμογή
της λεγόμενης «αξιολόγησης», να βαθμολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τα
σχολεία, να δημιουργήσουν σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς πολλών
ταχυτήτων.
Δεν επιδιώκουν να βελτιώσουν το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών.
Ξέρουμε πολύ καλά εμείς οι εκπαιδευτικοί της τάξης ότι δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη
δουλειά μας με τέτοιους όρους, η διδασκαλία δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο που κρίνεται
μέσα σε ένα δίωρο εξετάσεων, με ενιαίους ισοπεδωτικούς όρους.
Κανένα σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί αν δεν ικανοποιούνται αυτά που χρόνια
τώρα και εσείς οι γονείς και εμείς οι εκπαιδευτικοί διεκδικούμε. Λιγότερα παιδιά στην
τάξη, μόνιμο και σταθερό εκπαιδευτικό προσωπικό, δομές που θα υποστηρίζουν τις ειδικές
ανάγκες των μαθητών μας , γενναία χρηματοδότηση, βιβλία και προγράμματα σπουδών
που θα κάνουν τα παιδιά να αγαπούν τη γνώση.
Το Υπουργείο θα σας πει ότι η συμμετοχή των παιδιών σας είναι «υποχρεωτική». Το λέει για
να σας πιέσει. Το λέει γιατί ξέρει ότι υπάρχουν αντιδράσεις. Σας το λέμε καθαρά: δεν
υπάρχει καμία συνέπεια για τα παιδιά σας αν δεν συμμετέχουν στο διαγωνισμό. Εμείς
από τη δική μας πλευρά, μέσα από τα εκπαιδευτικά μας σωματεία και εσείς από τη
δική σας, με τη δυνατότητα που έχετε να μην συμφωνήσετε στη συμμετοχή των
παιδιών σας, να ματαιώσουμε τη διεξαγωγή του.
Γιατί αν πραγματοποιηθεί φέτος, από του χρόνου θα αφορά όλους τους μαθητές της
Στ΄ τάξης του Δημοτικού και της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου και αργότερα και άλλες τάξεις
και άλλα μαθήματα, κάτι που προβλέπει ο νόμος.
Γιατί θέλουμε ένα σχολείο που θα μορφώνει ολόπλευρα και ουσιαστικά, που δε «θα
διδάσκει για το τεστ». Γιατί δε θέλουμε να γίνει και ο διαγωνισμός PISA άλλος ένας
τρόπος που θα χωρίζει σε κατηγορίες μαθητές και σχολεία, που θα ανοίγει το δρόμο
για ακόμα περισσότερες αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.