Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Ήρθε και γύρισε στον ύπνο μου το όνειρο. Με πισωδρόμησε στης νιότης τα διαβάσματα και με έφτασε στου Πύργου τα παλιά, υγρά προάστια.
Ήταν δυο φίλοι – μου ‘πε- ορθοί κι ανταριασμένοι, που στέκονταν στις όχθες του Αλφειού. Από τη μια την όχθη, κοντά στην Αγουλινίτσα, εκείνος ο σπουδαγμένος ο γιατρός με το χειρόγραφο του «Ελπήνορα» στην τσέπη, ο Τάκης ο Σινόπουλος. Κι από την άλλη, στα Χαλικιάτικα μεριά, ο ποιητής «Της γύφτισσας», ο Γιώργης ο Παυλόπουλος.
Με φώναξαν κοντά τους να σταθώ, μαθήτρια ταπεινή για να γουρμάνω. Τους θαύμασα στο άπειρο. Αδήριτοι και συμπαγείς κρατούσαν σφιχτά απ’ το φουστάνι εκείνη την κυρά, την Ποίηση. Κι όλο τη θώπευαν στο λάγνο, το λογοτεχνικό της μπούστο.
Δειλά δειλά δρασκέλισα του νου τους τα ρυάκια.
«Τι κόσμος τραγικός», μου είπαν, «ο κόσμος του πολέμου. Πληγές που ρήμαξαν με αίμα και τους βράχους. Ρακένδυτη η χειμαζόμενη ζωή της επαρχίας. Πόσα καντάρια δράμα ρούφηξε ο άνθρωπος της κατοχής, πόσες οκάδες τρόμου. Κι ο άλλος, ο αδελφοφάγος ο καιρός μόνο με αίμα εμφύλιο, μας εβύζαξε».
Κατάστηθα με βρήκε το φαρμάκι. Κατάπια τη γλώσσα μου. Φούσκωσε η ακροποταμιά, κατέβασε κροκάλες. Βούιξε ο Αλφειός σαν χύθηκε στο Ιόνιο.
Άνοιξαν κι οι δυο τους τα μαύρα τους πουκάμισα και μου ‘δειξαν τα τραύματα στα σωθικά τους. Διάφανο και σιτεμένο το κορμί τους, ως το κόκαλο, τόσο που φάνηκε της μάνας τους το λιγοστό το γάλα. Διέκρινα όλο το στενάχωρο το βιος τους.
Κάρα κατοχικά με κεφαλές αθώων τρυπούσανε τους δρόμους. Φιγούρες ατέμαχιστες στον χρόνο. Κι ύστερα ανάψανε οι φλέβες. Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε βουνό κι Αντίσταση. Στ’ απόσπασμα στεκότανε ο «Φίλιππος» με το γερμανικό αυτόματο να σημαδεύει στο λαβωμένο στέρνο..
Και παραπίσω εκείνος ο ιδεολόγος, ο «Καιόμενος», και φώναζε στο πλήθος, δική μου η φωτιά της διαμαρτύρησης, συμπάτε να πυρποληθώ, να γίνω χώμα.
Τόσο χώμα γοερό, εσκέφτηκα, τόσο μπαρούτι κάτω από τις πατούσες μας, κι ούτε έναν πόντο δεν επήγαμε παρέκει. Χτικιάσαμε μέσα στα χαλάσματα του χρόνου και του πόνου, ματώσαμε στα χαρακώματα και στα βουνά, μα ακόμα λειψοί κι αδελφοφάγοι, όταν ο καιρός μάς λιγοστεύει.
Και χάιδευαν τις ποταμίσιες πέτρες, διάβαζαν την ιστορία τους, οι ποιητές του Πύργου. «Μην τις κοιτάς αδιάφορα, να τις ‘χτιμάς», μου είπαν, «τούτα τα χαλίκια ήταν λιθάρια κάποτε σε σπιτικά γενναία, ακρολίθαρα που γίναν μάρτυρες πικρής θυσίας. Έχουν της σφαίρας τ’ ακριβό σημάδι, έχουν ρουφήξει κοχλάζον αίμα στα υγρά τους τα πνευμόνια».
Πούντιασα, θυμάμαι. Ένα αεράκι ζόρικο κατέβαινε απ’ τους τόπους των μαχών, κι είπα να φύγω.
«Να τα μαζέψεις», μου είπανε, «τα τραύματα, να τα ξεπλύνεις με μελάνι και να τα κάμεις φωνήεντα και επιφωνήματα».
Τα μάζωξα, τα έπλυνα, τα ξέπλυνα από κατοχικό κι από εμφύλιο αίμα, τα συμφιλίωσα με πάθος και σας τα γράφω σήμερα.
Σημείωση
Ελπήνωρ, Φίλιππος, Καιόμενος: ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου
Της γύφτισσας: ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου