Γράφει η Ηρώ Παλαιολόγου
(Συγγραφέας)
Πλημμυρίδα οι ευχές των Χριστουγέννων στη θάλασσα της γης. Μεγάλες λέξεις στην άμπωτη της υποκρισίας. Αγάπη, το μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου. Ποια αγάπη; Εκείνη η ψεύτικη, η μασκοφορεμένη, η ιδιοτελής; Το φαίνεσθαι και το είναι, για μια ακόμα φορά αντίπαλοι. Θυμήθηκα, και παραθέτω αυτούσιο, ένα κεφάλαιο από το πρώτο βιβλίο μου, ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΩ. Όλα τα κείμενα τα είχα γράψει το 2012. Εκδόθηκαν το 2016. Πόσο επίκαιρο! Τίποτα δεν έχει αλλάξει…
ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕ ΤΑ ΛΟΞΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΕΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ.
Μάνα έρχονται Χριστούγεννα. Είμαι, όμως, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, σκεπτόμενη κάποια πράγματα. Σκέπτομαι τι διδαχτήκαμε μικροί και τι πράττουμε μεγαλώνοντας, ξεφεύγοντας από την ουσία.
Σήμερα θέλουμε να ζούμε σε πολυτελή σπίτια, με ανέσεις. Να σκεπαζόμαστε με πουπουλένια παπλώματα, χωρίς να μας νοιάζει πόσα πουλιά σκοτώνονται, για να γίνουν αυτά, πληρώνοντας όσο-όσο. Θέλουμε να καθόμαστε σε δερμάτινους καναπέδες, να φοράμε δερμάτινα παπούτσια, να κρατάμε κροκό τσάντες, δίχως να μας ενδιαφέρει πόσα ελάφια, κροκόδειλοι και διάφορα ζώα σκοτώνονται, γδέρνονται ζωντανά και εξαφανίζονται από προσώπου γης. Και δεν φτάνει η αδιαφορία μας. Τρέχουν και κροκοδείλια δάκρυα, σαν βλέπουμε ή ακούμε όλα αυτά. Τίποτα, όμως, δεν μας ενδιαφέρει, προκειμένου να μείνουμε, εμείς οι άνθρωποι, στον πλανήτη και να καλοπερνάμε. Κάποτε ένας Πιλάτος. Τώρα; Εκατομμύρια! Φοράμε μάσκες. Παριστάνουμε πως μας νοιάζει, αλλά δε σκάμε κιόλας. Άλλωστε είπαμε, πληρώνουμε… Γίναμε απερίσκεπτοι και αχόρταγοι καταναλωτές. Βαδίζουμε, τάχα, στο δρόμο της αγάπης, αλλά ξεφύγαμε προς το δρόμο της απάτης. Μας έριξαν σπόρους αγάπης, αλήθειας και συνείδησης. Μα, αντί να φυτρώσουν αυτά, ξεπετάχτηκαν βλαστοί αχόρταγοι, για χρήμα και πλούτο, ριζοβόλιασαν στις ψυχές μας και το πιστεύω μας, το πετάξαμε…
Δεν σκεπτόμαστε, όμως, ένα πράγμα: για πόσο θα είμαστε ακόμα εδώ, σε αυτή τη γη και λοξοδρομήσαμε… Ξεχάσαμε ό,τι διδαχτήκαμε και χαθήκαμε στη ζούγκλα της καλοπέρασης.
Μας μίλησαν για ειρήνη. Εμείς στραβά το πήραμε. Πολεμήστε, σκοτώστε, καταλάβαμε.
Μας έμαθαν να αγαπάμε τον διπλανό μας. Τώρα το κάναμε: του πλησίον σου το λάκκο σκάψε και μαχαίρωσέ τον πισώπλατα.
Μας είπαν να βοηθάμε τους έχοντες ανάγκη κι εμείς ακούσαμε: μη δίνεις τ’ αγγέλου σου νερό.
Μας πέρασαν το μήνυμα να δώσουμε και τη ζωή μας, αν χρειαστεί, για τον συνάνθρωπο. Εμείς το αλλάξαμε και το κάναμε: ο θάνατός σου, η ζωή μου.
Διδαχτήκαμε το σεβασμό, μα στην πορεία τον απαρνηθήκαμε.
Ο άνθρωπος σταυρώνει, ξανά και ξανά, τον συνάνθρωπό του. Πότε θα αναστηθούν οι ξεχασμένοι και αδικημένοι λαοί; Γιατί κάποιες βόμβες πέφτουν «κατά λάθος» και σκοτώνουν αμάχους, παιδιά Σέρβων, Βοσνίων, Αρμενίων, Παλαιστινίων, Σύριων, Κούρδων, και δολοφονούνται μέχρι και σήμερα, έως και τώρα. Γιατί ο πολιτισμένος(;), δυτικός κόσμος, κλείνει τα μάτια στις μακροχρόνιες εκκλήσεις του άλλου, “απολίτιστου”, σιωπά και θάβει τα εγκλήματά του, μαζί με τα θύματά του και μόνο σαν γίνει ο ίδιος θύμα, κλαίει και ουρλιάζει; Γιατί δεν βλέπουμε τις πράξεις όλων των μεγάλων χωρών, για να κατανοήσουμε τι σημαίνει έγκλημα; Μας ξέχασε ο Θεός και δεν μπορώ να τον κατηγορήσω γι’ αυτό. Θα έχει, σίγουρα, πολλές απορίες:
Θα αναρωτιέται, μήπως έκανε λάθος και στο σώμα των ζώων έβαλε ανθρώπινη ψυχή και στ’ ανθρώπινα σώματα έβαλε ζωώδη ένστικτα.
Συνάμα θα πείθεται, (από τις ανθρώπινες αποδείξεις), πως κάτι μπέρδεψε. Θα τον έχουμε, σίγουρα, τρελάνει. Θα πίστευε, όπως παλιά, πως υπάρχει ένας μόνο διάβολος. Εμείς του αποδεικνύουμε, πως υπάρχουν μιλιούνια…
Θα απορεί, πώς μπορούμε οι άνθρωποι να σκοτώνουμε τον συνάνθρωπό μας; Τώρα πια, το κάνουμε δίχως όπλα. Οι πόλεμοι, πλέον, είναι οικονομικοί και στρατηγοί είναι οι οίκοι αξιολόγησης.
Θα θλίβεται, βλέποντας τους εναπομείναντες αγγέλους να τείνουν προς εξαφάνιση και η γη να γεμίζει από εκατομμύρια ανθρωπόμορφους, διαβολεμένους θεούς.
Θα πιστεύει πως τρελαθήκαμε και δεν θα ‘χει άδικο, αφού καίμε τα δάση, μολύνουμε τις θάλασσες, εξαφανίζουμε τα ζώα και σιγά-σιγά όλα τα είδη πάνω στη γη.
Θα μένει έκπληκτος, βλέποντάς μας να προσπαθούμε να φτάσουμε ψηλά τυφλωμένοι από εγωισμό, εγωκεντρισμό και ματαιοδοξία.
Θα μένει άναυδος, και θα στρέφει αηδιασμένος αλλού το πρόσωπό του, μπροστά στην αποτρόπαιη μάσκα της υποκρισίας μας και θα αναρωτιέται απορημένος: Τι είναι αυτό το μασκοφορεμένο ον; …
Γεια σου, μάνα, και καλά Χριστούγεννα!
–Τι επιφανειακή ευχή, Θεέ μου!–