Γράφει η Ελένη Χριστοδουλίδη
(Δικηγόρος Αθηνών Παρ’ Αρείω Πάγω

Η χειραγώγηση των αγώνων συνδυαστικά με τη φαρμακοδιέγερση (doping) και την οπαδική βία, συνιστούν τις βασικότερες παθογένειες που αντιμετωπίζει ο χώρος του αθλητισμού όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αδιαμφισβήτητα, το εν λόγω αδίκημα, θέτει εν αμφιβόλω τον χώρο του αθλητικού γίγνεσθαι, προσβάλλει τις αρχές και τις αξίες του αθλητικού ιδεώδους, πλήττει την αξιοπιστία του και αμαυρώνει τα διαχρονικά μηνύματα του Έύ Αγωνίζεσθαι.
Η ενδελεχής μελέτη της ποινικής νομολογίας καταφανώς αποδεικνύει ότι το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίστηκε στις μέρες μας αλλά υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων.
Κρούσματα δωροδοκίας και προσυννενοημένοι – στημένοι αγώνες λάμβαναν χώρα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα, πράξεις στις οποίες εμπλέκονταν όχι μόνο αθλητές αλλά προπονητές και ελλανοδίκες.
Τέτοιες περιπτώσεις αποτέλεσαν, η δωροδοκία μεταξύ των γονέων δύο αθλητών στην 192η Ολυμπιάδα το 12 π.Χ στο αγώνισμα της πάλης, όπου ο πατέρας ενός αθλητή δωροδόκησε τον πατέρα του αντιπάλου προκειμένου να χάσει επίτηδες τον αγώνα.
Ανάλογη περίπτωση υπήρξε και στην 98η Ολυμπιάδα το 388 π.Χ, όταν ο Εύπωλος, αθλητής της πυγμαχίας από τη Θεσσαλία, δωροδόκησε συναθλητές του για να χάσουν στους επικείμενους αγώνες.
Στην πρώτη περίπτωση, οι ελλανοδίκες αντιλήφθηκαν τη δωροδοκία και επέβαλαν πρόστιμο στους γονείς των δύο αθλητών ενώ το ίδιο έγινε και στη δεύτερη περίπτωση όταν οι Ηλείοι πληροφορήθηκαν το περιστατικό. (Μηχανή του Χρόνου)
Στη σημερινή εποχή δε, έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις κυρίως λόγω της ύπαρξης ισχυρού οικονομικού κινήτρου και της επιδίωξης της νίκης πάση θυσία, της προόδου της τεχνολογίας που ‘επιτρέπει’ στους δράστες να διαφεύγουν αλλά και της «εμπορευματοποίησης» του αθλητισμού μέσω της μορφής του στοιχήματος και αρκετές φορές του παρανόμου.
Στην Ελλάδα, η χειραγώγηση των αγώνων θεμελιώνεται στο Ν. 2725/1999 και συγκεκριμένα στο άρθρο 132 που φέρει τον τίτλο “Δωροδοκία -δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα” και έχει τόσο πλημμεληματικό όσο και κακουργηματικό χαρακτήρα ενώ το εντοπίζουμε κυρίως στους ποδοσφαιρικούς αγώνες.
Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι: «Όποιος παρεμβαίνει με αθέμιτες ενέργειες, με σκοπό να επηρεάσει την εξέλιξη, τη μορφή ή το αποτέλεσμα αγώνα οποιουδήποτε ομαδικού ή ατομικού αθλήματος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ».
Έχει κριθεί ότι τέτοιες αθέμιτες παρεμβάσεις αποτελούν ο επηρεασμός ενός διαιτητή να διαιτητεύσει αντίθετα με τους κανονισμούς του αθλήματος, υπέρ ή σε βάρος κάποιας ομάδας, η σκόπιμη μείωση της αγωνιστικής απόδοσης μιας ομάδας ή η αποδυνάμωσή της από τον προπονητή της ή από παράγοντες της με αποκλεισμό ώστε να ευνοηθεί η αντίπαλη ομάδα καθώς και τα σκόπιμα και στοχευμένα διαιτητικά λάθη ευνοώντας ή αδικώντας μια ομάδα.
Συναφές αδίκημα με αυτό της χειραγώγησης αγώνων, αλλά εντελώς διαφορετικό στη δομή και στην έρευνα του, είναι αυτό του παράνομου στοιχηματισμού (illegal betting). Προβλέπεται στο άρθρο 52 του νόμου 4002/2011, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι η διάπραξη του δεν προυποθέτει αλλά ούτε και αναγκαστικά οδηγεί στη διάπραξη του αδικήματος της χειραγώγησης αγώνων.
Το συγκεκριμένο αδίκημα τελείται κυρίως από άτομα που λειτουργούν ως πράκτορες στοιχηματισμού (bookmakers) , οι οποίοι δέχονται από παίκτες-πελάτες τους εντολές προκειμένου να τοποθετούν στοιχήματα για αθλητικά γεγονότα σε διαδικτυακούς ιστότοπους, είτε αδειοδοτημένους στην χώρα μας είτε μη αδειοδοτημένους-παράνομους, είτε χρησιμοποιώντας τα πραγματικά στοιχεία τους, είτε μέσω παρένθετων προσώπων, τα οποία παραχωρούν, έναντι αμοιβής στους bookmakers τη χρήση των στοιχηματικών ή τραπεζικών λογαριασμών τους.
Συνδυαστικά με τα ανωτέρω αδικήματα μπορεί να τελεστεί και το αδίκημα της πλαστογραφίας (αρ. 216 ΠΚ) αν προκύψει ότι έχουν δημιουργηθεί στοιχηματικοί λογαριασμοί με τη χρήση πλαστών εγγράφων, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ν.4557/2018) λόγω της διακίνησης τεράστιων χρηματικών ποσών μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα ή μέσω ηλεκτρονικών πορτοφολιών ή ακόμα και μέσω κρυπτονομισμάτων καθώς επίσης και το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης (αρ. 187 ΠΚ).
Πρέπει να επισημανθεί ότι, οι αρμόδιες διωκτικές αρχές και εν προκειμένω ο αρμόδιος Αθλητικός Εισαγγελέας, ενημερώνεται για την τέλεση ενός χειραγωγημένου αγώνα μέσω των αναφορών που διαβιβάζονται σε αυτόν από την Εθνική Πλατφόρμα Αθλητικής Ακεραιότητας (ΕΠΑΘΛΑ) και την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ).
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΠΑΘΛΑ, που συστήθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της Σύμβασης Μακόλιν (Macolin) με κύριο σκοπό τον εθνικό συντονισμό των αρμοδίων φορέων και τη διεθνή συνεργασία, έχει ως βασικές της αρμοδιότητες, τη συλλογή πληροφοριών ενάντια στην χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων και της διαβίβασης τους στις αρμόδιες αρχές και οργανισμούς, τη συγκέντρωση και ανάλυση πληροφοριών για παράτυπα ή ύποπτα στοιχήματα αθλητικών αγώνων στην ελληνική επικράτεια και τη διαβίβαση τους προς τις αρμόδιες αρχές ή τους αθλητικούς οργανισμούς ή τους φορείς εκμετάλλευσης αθλητικού στοιχήματος, πληροφορίες για πιθανές παραβιάσεις νόμων ή αθλητικών κανονισμών που αναφέρονται στη Σύμβαση Μακόλιν.
Αντίστοιχα, η ΕΠΟ συνεργάζεται με εταιρείες που παρακολουθούν τη στοιχηματική δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο (όπως είναι οι αγγλικές εταιρείες Sportradar και Sportlizard) καταγράφοντας μοτίβα που παρέχουν ενδείξεις χειραγωγημένων αγώνων. Σε περίπτωση, λοιπόν, που καταγραφούν ύποπτοι αγώνες που αφορούν το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (όλων των κατηγοριών αρκεί να περιλαμβάνονται σε στοιχηματικές διοργανώσεις) οι εν λόγω εταιρείες συντάσσουν μια σχετική αναφορά, την οποία αποστέλλουν στην ΕΠΟ, η οποία ακολούθως τη διαβιβάζει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Αθλητισμού, αλλά και στην ΕΠΑΘΛΑ, προς ενημέρωση τους με σκοπό να προβούν σε όλες τις νόμιμες ενέργειες.
Τέλος, θα πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι, για την αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα εκτός από τις ποινικές, επιβάλλονται και πολύ αυστηρές πειθαρχικές κυρώσεις, σύμφωνα με τον οικείο πειθαρχικό κώδικα της ΕΠΟ. Για τη δε καταδίκη των υπαιτίων ομάδων ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης είναι εκείνος της αυξημένης πιθανολόγησης (comfortable satisfaction) σύμφωνα με τη νομολογία του CAS, ήτοι απόδειξη μεγαλύτερη από την πιθανολόγηση και μικρότερη από την απόδειξη πέραν πάσης αμφιβολίας.
Υπόθεση χειραγώγησης αγώνων – παράνομου στοιχηματισμού, που επικράτησε να ονομάζεται ως διεθνές κύκλωμα παράνομου στοιχηματισμού, απασχόλησε έντονα και τη χώρα μας το έτος 2024.
Μάλιστα, ο Εισαγγελέας Αθλητισμού της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος, προέβη στην άσκηση ποινικών διώξεων σε 170 περίπου φυσικά πρόσωπα για κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινες πράξεις και συγκεκριμένα για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, αλλοίωση αποτελεσμάτων αγώνων, παράνομο στοιχηματισμό, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και πλαστογραφία.
Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση του εν λόγω φαινομένου αποτελεί αδήριτη ανάγκη και για να επιτευχθεί, απαιτείται η συνεργασία σε διεθνές επίπεδο όλων των αρμοδίων φορέων έτσι ώστε, αν όχι να εξαλειφθεί τουλάχιστον να κατασταλεί σε μεγάλο βαθμό η διάπραξη του εν λόγω αδικήματος και των συναφών με αυτό πράξεων.