Γράφει ο Θεόδωρος Λάμπρος
*ΒΑ Modern History (London Guildhall University)
*MA Mediterranean Studies (University Of London)
(Ιστορικός – Συγγραφέας – Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδας – Αρχισυντάκτης στο ενημερωτικό πόρταλ skalistiri.news – Διαχειριστής του ιστορικού πόρταλ “Το skalistiri.news σκαλίζει το 1821” – Αναβιωτής του 1821 – Σεναριογράφος της μικρού μήκους δραματοποιημένης ταινίας – ντοκιμαντέρ «Γεωργάκης Ολύμπιος – Ο Δαυλός της Ελευθερίας»)
Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξαν πολλοί αγνοί αγωνιστές που έδωσαν την ζωή τους για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους και τα ιδανικά τους.
Μια από τις πιο αγνές μορφές της Επανάστασης υπήρξε ο Αθανάσιος Διάκος.
Ο Αθανάσιος Διάκος (Αθανάσιος Διάκος Φωκίδας ή Αρτοτίνα Φωκίδας, 1788 – Λαμία, 24 Απριλίου 1821) ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες – οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο οποίος έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας. Στα οθωμανικά müsvedde σημαίνει: σχέδιο και Γραμματέας/Γραμματικός καταγραφής φορολογικών στοιχείων και επομένως είτε Μασσαβέτας στα Οθωμανικά, είτε Γραμματικός στα Ελληνικά, το επώνυμό του ήταν το ίδιο και το αυτό, προφανώς προερχόμενο εξ ιδιότητος που είχαν οι πρόγονοί του Tο 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά.
Ο πατέρας του, Νικόλαος Γραμματικός, γνωστός στην περιοχή με το παρατσούκλι «ψυχογιός», μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε ένα Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έθιξε τον ανδρισμό του, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
Ο νεαρός Αθανάσιος εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά.
Ο Αθανάσιος Διάκος συνέχισε την οικογενειακή παράδοση, καθώς ο παππούς και ο θείος του είχαν διατελέσει κλέφτες. Τότε έλαβε και το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία.
Το 1814 πήγε στα Ιωάννινα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά
Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Μετά την αποχώρηση του Ανδρούτσου, ο Διάκος ανακηρύχθηκε καπετάνιος του καζά (θρησκευτικού λειτουργού) της πόλης τον Οκτώβριο του 1820, ενώ την ίδια περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Ο Αθανάσιος Διάκος πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά
Στις 27 Μαρτίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά (Μονή Οσίου Λουκά), μετά από συνεννόηση με τους Αχαιούς, που είχαν επαναστατήσει μία εβδομάδα νωρίτερα. Έχοντας λάβει την άδεια του βοεβόδα της Λιβαδειάς Χασάν Αγά, κατορθώνει να στρατολογήσει 5.000 χωρικούς, με πρόσχημα την απόκρουση του Ανδρούτσου.
Η Μάχη της Αλαμάνας
Η Μάχη της Αλαμάνας υπήρξε από τις πρώτες μάχες του Εθνικού Ξεσηκωμού, που δόθηκε στην ξύλινη γέφυρα του ποταμού Σπερχειού – Αλαμάνα), πλησίον των Θερμοπυλών, στις 23 Απριλίου 1821 και συνδέθηκε με την ηρωική προσπάθεια του Αθανασίου Διάκου να αναχαιτίσει τις Οθωμανικές ορδές του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη.
Στις αρχές Απριλίου του 1821 η Ανατολική Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, όπως και η Δυτική Ρούμελη και ο Μοριάς (Πελοπόννησος). Ο Αθανάσιος Διάκος, που πρωτοστάστησε στην κήρυξη της επανάστασης στην περιοχή αυτή της Ελλάδας, είχε καταλάβει τη Λιβαδειά, τη Θήβα και την Αταλάντη, όχι όμως και το διοικητικό κέντρο της περιοχής, το Ζητούνι (σημερινή Λαμία), καθώς ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης θεωρούσε πρόωρη την έκρηξη της Επανάστασης και δεν συμμετείχε στον Αγώνα.
Τα κακά μαντάτα δεν άργησαν να φθάσουν στον διοικητή της Πελοποννήσου (Μόρα-Βαλεσί) Χουρσίτ Πασά, ο οποίος βρισκόταν στην Ήπειρο, επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που έδειχνε τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο, για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς.
Στις 17 Απριλίου οι δυο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν και υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού ποταμού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τη Λιβαδειά.
Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται. Έτσι, ο Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.
Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 48 άνδρες μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά τη διάρκεια της μάχης το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατούσε το πιστόλι. Πέντε Τουρκαλβανοί ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Το μαρτυρικό τέλος του ήρωα
Οι παρακάτω συγκλονιστικές μαρτυρίες προέρχονται από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
Μετά τη σύλληψη του Διάκου τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ’ ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.
Εκτός από δύο – τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι – όχι όλοι – έμειναν απ’ έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να δουν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι.
Ακόμη και δεμένο τον Αθανάσιο Διάκο οι Τούρκοι τον φοβόντουσαν
Ο Χαλήλ Μπέης είχε διατάξει να δέσουν τον Αθανάσιο Διάκο και όταν ο ίδιος σιγουρεύτηκε πως ήταν δεμένος και ο ίδιος δεν κινδύνευε όπως και οι φρουροί του άρχισε να φωνάζει και να τον απειλεί ενώ τον χτύπησε και στο πρόσωπο.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος διά ανασκολοπισμού και εκτελέστηκε την ίδια μέρα. Προτού ξεψυχήσει ο Διάκος λέγεται ότι αναφώνησε το αυτοσχέδιο τετράστιχο:
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι
Το χρονικό της δολοφονίας του από τους βασανιστές του
Οι βασανιστές του Διάκου τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ’ το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!… Τινάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του.
Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι’ αυτό συνεχίζουν!…
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντας τις αρνήσεις και εξοργίζοντας περισσότερο τους βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν.
Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ’ το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Παρούσα στο μαρτυρικό θάνατό του η μητέρα του
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει! Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει.
Ήταν ζωντανός ο Αθανάσιος Διάκος όταν τον σουβλίσανε
Δένοντας το Αθανάσιο Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώνει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ’ τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ’ το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός. Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ’ ένα δέντρο.
Τον έψησαν σαν αρνί
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και αφρίζει απ’ το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Πέταξαν νεκρό τον Αθανάσιο Διάκο σε ρέμα
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο.
Ο τάφος του Αθανασίου Διάκου
Βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρεις ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό – σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρωσαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διάκο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος του αγνού αγωνιστή Αθανασίου Διάκου που έπεσε σαν άλλος Λεωνίδας για την πατρίδα του και την Ορθόδοξη πίστη του.
ΠΗΓΕΣ
1)enimerotiko.gr – όπου αντλήθηκαν οι πληροφορίες για το μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
2) Σπύρος Μελάς: “Ματωμένα ράσα”, Αθήνα 1979
3) Δημητρίος Μπόπης., “Αθανάσιος Διάκος, ο πρώτος μάρτυρας του αγώνα, Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 128, Γνώμων Εκδοτική.