Κατευόδιο του Γιώργη ΤάΚη Δόξα, Ιδρυτή του Κινήματος Ενάντια στον Αντρικό ΚΑΡΚΙΝΟ
Ήταν ένας Δυνατός και Επιτυχημένος Έλληνας. Στην Δικηγορία· στο Ποδόσφαιρο· και στο Κοινωνικό γίγνεσθαι. Μετά «το φευγιό του» ακούστηκαν / γράφτηκαν διάφορα / πολλά / πικρά / ειρωνικά κ.λπ. Οι Σοφοί του Διαδικτύου έβαλαν μπόλικη φωτιά στην Κοινωνική βενζίνη της Εμπάθειας· της Βρωμιάς· και της μισητής κατάρας.
Έτσι γίνεται (και δυστυχώς εσαεί θα συνεχίζεται) για κάθε Έλληνα / Ελληνίδα που αγωνίζεται καθημερινά (με όποιο τρόπο) για την προαγωγή του και την «είσπραξη» των αναλογούντων. Έτσι ήταν ο ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΥΓΙΑΣ. Ένα φτωχόπαιδο από την Πετρούπολη σπούδασε την Νομική Επιστήμη και ανέλαβε σημαντικές υποθέσεις και με τον «ευγενικό τσαμπουκά του» διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα Ποδοσφαιρικά και Κοινωνικά δρώμενα της Ελλάδας. Ερωτεύθηκε· παντρεύτηκε· απέκτησε δυο (2) άξια παιδιά. Όπως δε ως γνήσιος μάγκας Έλληνας πολλαπλώς πέρναγε βραδυές χορεύοντας ζεϊμπέκικο με εκατοντάδες λουλούδια στην πίστα.
Το πιο σημαντικό γεγονός της πολυκύμαντης ζωής του ήταν η μέρα που πληροφορήθηκε ότι έχει Καρκίνο. Και ο ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΥΓΙΑΣ πάλεψε μαζί του με το ισχυρότερο όπλο: ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ. Γι’ αυτό τον Αγώνα από καρδιάς (μαζί με τους πολυάριθμους Φίλους του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΡΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΟ) του στέλνουμε το Μήνυμα: Είσαι ένας αυθεντικός Έλληνας.
Σας μεταφέρω ένα δημοσιευμένο κείμενο για τον ΑΛΕΞΗ ΚΟΥΓΙΑ στην Εφημερίδα ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ με τίτλο «Η Μάχη με τον Καρκίνο».
«Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δίκης Λιγνάδη έκανε την εγχείρηση χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Και αυτομάτως επέστρεψε στα δικηγορικά του καθήκοντα. Στην καθημερινή ρουτίνα του. ξυπνούσε, όπως πάντα, στις εφτά παρά τέταρτο το πρωί. Οκτώ παρά τέταρτο ξεκινούσε για τα δικαστήρια, αφού είχε πιεί έναν καπουτσίνο, ρίξει μια ματιά σε κάποια δικογραφία που είχε ήδη μελετήσει εξονυχιστικά, δει για λίγο τηλεόραση ενώ ξυριζόταν, μιλήσει ή βροντήξει το τηλέφωνο στην κλήση από κάποιο τηλε-πρωινάδικο. Στις εννιά έδινε το «παρών» στην Ευελπίδων. Στις τρεις το μεσημέρι που τελείωναν τα δικαστήρια γύριζε στο δικηγορικό του γραφείο επί της λεωφόρου Βασ. Σοφίας, οργάνωνε συσκέψεις με τους συνεργάτες του και δεχόταν. Τον περασμένο Νοέμβριο κιόλας ανέβηκε στην πίστα και έφερε βόλτες γνήσιου, καθαρού, βαριού, αλά παλαιά, ζεϊμπέκικου καθώς ο Νίκος Μακρόπουλος τραγουδούσε «Όταν για μένα θα μιλάς». Έτσι ένιωθε, έτσι έπραξε, παρότι είχε 25 χρόνια να χορέψει δημόσια. Εξομολογούνταν τότε, παρότι έκανε χημειοθεραπείες και ορμονοθεραπεία, στους φίλους του: «Ξέρεις, περνώ έναν καρκίνο, είναι μεν μια αρρώστια που δεν θέλεις να έρθει, όταν έρθει όμως είσαι υποχρεωμένος να το βάλεις στην καθημερινότητά σου». Και συμπλήρωσε: «Όλοι κάποτε θα πεθάνουμε, αλλά όσο ζούμε ας μην καταστρέφουμε τη ζωή μας». Δεν προσπαθούσε να μεταδώσει ένα μάθημα ελπίδας, απλώς έβαζε τα πράγματα στις σωστές -ανθρώπινες- διαστάσεις τους. Ανέκαθεν έτσι ήταν ο ρεαλιστής Αλέξης Κούγιας. Μια εκρηκτική προσωπικότητα που δεν συμβιβαζόταν με χλιαρές προσδοκίες και μεσοβέζικες λύσεις. Γνώριζε από εμπειρία 50 κοντά χρονών στις δικαστικές αίθουσες, πως σε αυτές δεν υπήρχε ποτέ ισοπαλία. Μόνο νίκες ή ήττες. Τις πρώτες τις γιόρταζε, τις δεύτερες δεν τις ξεχνούσε. Έτσι πορευόταν, αντλώντας μονορούφι την αδρεναλίνη της ζωής. Μόνο ένα πράγμα δεν εξατμιζόταν ποτέ από μέσα του: η ζηλωτική επιθυμία του να ασκεί το επάγγελμά του και το αστείρευτο μεράκι του να ασχολείται με την ποδοσφαιρική μπάλα. Και τα δύο, όνειρα παιδικά και πάθη ατελείωτα.»
Η Δύναμη της Ψυχής που πολέμησε τον ΚΑΡΚΙΝΟ για πέντε (5) Χρόνια ο ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΥΓΙΑΣ, νάναι το ισχυρό μήνυμα για τους Άντρες Καρκινοπαθείς.